Θέλετε να αντιδράσετε στο μήνυμα; Φτιάξτε έναν λογαριασμό και συνδεθείτε για να συνεχίσετε.


eSSENTIALs aNGLo hELLENIc eNCYCLOPAEDIa
 
ΦόρουμΦόρουμ  ΠόρταλΠόρταλ  ΕικονοθήκηΕικονοθήκη  Latest imagesLatest images  ΑναζήτησηΑναζήτηση  ΕγγραφήΕγγραφή  ΣύνδεσηΣύνδεση  

 

 Το Γλωσσάρι των ναυτικών

Πήγαινε κάτω 
ΣυγγραφέαςΜήνυμα
Admin
Admin
Admin


Αριθμός μηνυμάτων : 8056
Registration date : 10/07/2008

Το Γλωσσάρι των ναυτικών Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Το Γλωσσάρι των ναυτικών   Το Γλωσσάρι των ναυτικών Empty09.11.08 20:34

Αβάνες, οι: τα πούρα Αβάνας

αγάντα: ιταλ. agguanta: πιάσου γερά, κράτα /
αγάντα καδένα: κράτα γερά την αλυσίδα / η αγάντα:
πάσσαλος πρόσδεσης του σκάφους /αγαντάρω: υπομένω,
αντέχω

αγκωνάρι, το: ακρογωνιαίος λίθος - στήριγμα, προστάτης

Αη-Γιώργηδες: αγγλικά νομίσματα που φέρουν την εικόνα
του Αγίου Γεωργίου

αθάλη, η: καπνιά -ζεστή στάχτη- είδος φυτού

αϊνάς , ο: το πίσω μέρος του καραβιού

αϊπότζι, το: ιταλ. poggia: ταλάντευση/
βίρα πότζι: τραβήξτε δυνατότερα την άγκυρα

ακουρμάζομαι: αφουγκράζομαι, προσπαθώ ν' ακούσω -
συμμορφώνομαι

αλάντσια, η: ιταλ. lancia: λάντζα, λέμβος,
βενζινάκατος

αλάτι του Καρλσμπάντ: καθαρτικό φάρμακο που
παρασκευάζεται στη λουτρόπολη Καρλσμπάντ της Τσεχοσλοβακίας

αλτάνα, η: ιταλ. altana: μικρός ανθόκηπος -εξώστης,
ταράτσα

άλτης, ο: φωτεινός σηματοδότης

'Αμμος, η: η έρημος

αμπαντονάρω: ιταλ. abbandonnare: εγκαταλείπω

αμπαριτζής, ο: τουρκ. ambar: ο επιστάτης του αμπαριού

αμφιλύκη, η: χαραυγή ή και το δείλι

ανασμίδα, η: μικρή γουρούνα

ανάστροφη, η: αλλαγή πορείας του σκάφους με την πλώρη
στον άνεμο, βόλτα

ανεμοδόχος, η: κυλινδρικός σωλήνας στό ανώτερο
κατάστρωμα γιά τον καθαρισμό του αέρα

ανεμολόγιο, το: 1. στην πυξίδα, το χαρτί του μπούσουλα
όπου σημειώνονται τα ανεμορρόμβια και η διαίρεση σε μοίρες από Β ή Ν προς τον
Απηλιώτη ή τον Ζέφυρο. 2. στους χάρτες , δύο ομόκεντροι κύκλοι τυπωμένοι σε
διάφορα μέρη γιά τη χάραξη στο χάρτη αντιστοιχιών ή πορειών.

ανεμορούφουλας, ο: ανεμοστρόβιλος

ανιζέτα, η: γαλλ. anisette: λικέρ, από απόσταξη
αλκοόλης με μάραθο και κορίανδρο και την προσθήκη σιροπιού ζάχαρης

αντέννα, η: ιταλ. antenna: κεραία

αντιστοιχία, η: αναγωγή πλεύσης, σύνολο μαθηματικών
διορθώσεων της πορείας του πλοίου με τη βοήθεια του χάρτη και της πυξίδας.

απελάτης, ο: φύλακας των συνόρων /ζωοκλέφτης /πειρατής

απίκου: ιταλ. a picco: καθέτως, η θέση της άγκυρας την
ώρα που πρόκειται να αποσπασθεί από το βυθό/ είμαι απίκο : είμαι έτοιμος γι
αναχώρηση αλλά και προσαρτημένος

αποκρισάτορας, ο: μαντατοφόρος

αποσπόρι, το: στερνοπαίδι

αράκ, το: είδος ρακής των αραβικών χωρών της Αν.
Μεσογείου

Αρμίδα, η: αστεροειδής που ανακαλύφθηκε το 1903

άρμπουρο, το: ιταλ. albero: ο ιστός, το κατάρτι του
πλοίου

αρόδο, το: ιταλ. a rota: πλοίο που βρίσκεται μακριά
από την ακτή και σε αναμονή γιά αναχώρηση

ασένιο, το: ιταλ. a segno: έτοιμο στη θέση του- ταξη,
ευπρέπεια

αστρίτης, ο: το φίδι αμμοδύτης

αστρολάβος, ο: κυκλικός χάρτης αστέρων που μπορεί να
περιστρέφεται, ώστε να υπολογίζει κανείς τις θέσεις του ήλιου και των αστεριών
σε οποιαδήποτε ώρα της μέρας ολοκλήρου του χρόνου.

άστρο της Ανατολής: η Πούλια, η Αφροδίτη

άστρο της τραμουντάνας: ο πολικός αστέρας

άστρο του Αλμποράν: φάρος στο ΝΔ άκρο της νήσου
Αλμποράν , Α του Γιβραλτάρ, που ταυτίζεται με τη μυθική Ωγυγία του Ομήρου

άστρο του Βορρά: ο πολικός αστέρας

αυλός, ο: σιδηροσωλήνας των ατμολεβήτων σε σχήμα αυλού
- σιδερένια ή χαλύβδινα όπλα εκτόξευσης των ''αστέρων'' κατά τις νυχτερινές
σημάνσεις

αχταρμάς, ο: τουρκ. aktarmah:η μεταβίβαση από πλοίο σε
πλοίο επιβατών κι εμπορευμάτων, το τρανσπόρτο, το τράνζιτο

Β

βάρδα: βεν. vardar: παραμέρισε!

βάρδια, η : βεν. vardia: σκοπιά, φρουρά / ο λοστρόμος
της βάρδιας : ο ναύκληρος

βαρδιόλα, η: ιταλ. guardiola: σκοπιά από συρραμμένο
πανί ή ξυλοκατασκευή για την προφύλαξη από τις κακές καιρικές συνθήκες - τα
φτερά στα πλαϊνά της γέφυρας - σκοπιά στο κατάρτι γιά την παρατήρηση του
ορίζοντα

βατσιμάνης, ο : αγγλ. watchman: αυτός που επιτηρεί,
που κάνει βάρδια

βελόνι, το : 1. ο βελονοειδής μαγνήτης της πυξίδας 2.
η κεραία του γερανού, η μπίγα 3. Σύνδεσμοι του πηδαλίου με το ποδόστρωμα

βερίνα, η: γαλλ. verine: κόμπος, στρίψιμο των σκοινιών,
νήματα, καλώδια

βήσσαλο, το: λατιν. bessalis: το τούβλο

βιβάρι, το: λατιν. vivarium: ιχθυοτροφείο, ψαρολίμνη,
αμπάρι

βιδάνια, τα: ιταλ. oguadagn: υπόλοιπα ποτών με τα
οποία νόθευαν οι ταβερνιάρηδες αυτό που σέρβιραν

βίντσι, το: αγγλ. winch: σκοινί, αλυσίδα, βαρούλκο,
γερανός

βιράρω: ιταλ. virare: στρέφω το βαρούλκο για να σηκώσω
την άγκυρα, φεύγω

βόρτα, η: ιταλ. volta: φορά, στροφή, ανάπρωρη αλλαγή
πορείας ιστιοφόρου, περιφορά του σκοινιού γύρω από άλλο σκοινί ή άλλο
αντικείμενο

βοστιλίδι, το: κόκκινο δυνατό κεφαλλονίτικο κρασί

βουρλίζομαι: ιταλ . burlare: λυσσομανώ, ερεθίζομαι,
ζαλίζομαι

βουτσί, το: βυτίο, βαρέλι

βρεχάμενα, τα: τα ύφαλα, μέρη του πλοίου κάτω από την
ίσαλο γραμμή

Γ

γαζέττα, η: ιταλ. gazzetta: η εφημερίδα

γαζί, το: αραβ. kazy=μεταξωτός: γάζωμα, μτφ. κοροϊδεύω

γαλέτα, η: βεν. galeta: ξύλινος δίσκος στη κορφή των
καταρτιών και του ιστού της σημαίας, το επίμηλο της ηλακάτης του ιστού - είδος
παξιμαδιού

γάσσα, η: ιταλ. gassa: ναυτικός κόμπος , κομποθηλειά
με την οποία γίνεται η πρόσθεση ή η σύνδεση με άλλο σκοινί ή κεραία

γεμιτζής, ο: τουρκ. yemici: ο παληός ναύτης, ο
θαλασσόλυκος - ειρωνικά ο αθαλάσσωτος που κομπορρημονεί

γεύω: κάνω κάποιον να γευτεί, του κάνω το τραπέζι

γιατάκι, το: τουρκ. yatak: κλίνη, τόπος διαμονής,
κατάλυμα

γιερνέ: όρος ναυτικός που σημαίνει ''μόνιμα'', ''σταθερά''.

γιούσερ, το: γιούσουρι, μαύρο σκληρό κοράλλι

γκριζόλα, η: μαλτ. gisiola: πυξιδοθήκη, καπάκι που
σκεπάζει τη νύχτα την πυξίδα γιά να μη βγαίνει το φως και εμποδίζει την
ορατότητα.

γκρός: αγγλ. gross: διεθνής όρος με τον οποίο
εκφράζεται ο κυβισμός όλων των κλειστών χώρων των εμπορικών πλοίων. 1 γκρος=
2,8317 μ³ .

γκρος μπώνκερ: αγγλ. gross bunker:μέρος του πλοίου στο
οποίο φυλάσσεται κάρβουνο ή υγρά καύσιμα, αμπάρι κοντά στα καζάνια

γλίνα, η: λίπος, βρωμιά- μτφ. γλοιώδης άνθρωπος

γραδάρω: ιταλ. graduare: μετρώ, βρίσκω την πυκνότητα
του υγρού με γράδο (=πυκνόμετρο)

γραδελάδες, οι: ιταλ. gradeladi: ξύλινες ή σκαλωσιές
στο λεβητοστάσιο.

γραμματικός, ο: υποπλοίαρχος, ενίοτε κι ο λογιστής

γύρα, η: χαλκάς, κολλάρο

γύφτος, ο: ο ναύτης της μηχανής

Δ

δέκτης, ο: συσκευή που εγγράφει τα εκπεμπόμενα σήματα

δελέγκου: βεν. dilogo: αμέσως, ευθύς, επιτόπου

δεσπέτζα, η: βεν. despensa: διανομείο, σκευοθήκη,
αποθήκη φύλαξης τροφίμων προς διανομήν

δέστρα, η: σιδερένιο κολωνάκι που δένουν τους κάβους

διάκι, το: τιμόνι ή δοιάκι

διοσκορίνη, η: πολύ δηλητηριώδες αλκαλοειδές από την
διοσκορέα

διπλαρώνω: φέρνω το σκάφος δίπλα σε άλλο, πλευρίζω

δρόμος, ο: λαθρέμπορος, κοντραμπατζής

Ε

εξάντας, ο: όργανο γωνιομετρικό που προσδιορίζει με
αστρονομικές παρατηρήσεις τις γεωγραφικές συντεταγμένες της θέσης στην οποία
βρίσκεται το πλοίο κατα τον πλού. Το όνομά του οφείλεται στο γεγονός ότι
διαθέτει βαθμολογική κλίμακα που εκπροσωπεί το 1/6 του κύκλου.

Εωσφόρος, ο: άλλο όνομα του πλανήτη Αφροδίτη

Ζ

ζαβώνω: στραβώνω, μτφ. αποβλακώνω

Ι

ιβιλάι, το: αγγλ. heaving line :λεπτό σκοινί, τράβηγμα
του σκοινιού

ιππάριο, το: μικρή βοηθητική μηχανή που κινεί αντλία

ιστός, ο: το κατάρτι της πλώρης

Κ

καβατζάρω: βεν. cavetzar: παρακάμπτω ακρωτήρι

καβίλια, η: ιταλ. caviglia: σκοινί με οξύ άκρο για να
περνά εύκολα από τους τροχίλους - καθεμιά από τις ακτίνες της ρόδας του πηδαλίου
- ατσάλινο εργαλείο για να ανοίγουν τα έμβολα των σκοινιών και να φτιάχνουν
γάσες (βλ.λ)

κάβος, ο: ιταλ. cavo: αποκρημνο ακρωτήρι - χοντρό
σκοινί / παίρνω κάβο : καταλαβαίνω

καθετή, η: αλιευτικό εργαλείο, απο συνηθισμένο νήμα με
αγκίστρι στην άκρη, κι ένα μικρό βάρος που συντελεί στην καταβύθιση του
άγκιστρου

καλάδα, η: βεν. calada: βύθισμα αλιευτικών διχτυών.

καλαμίδα, η: το ψαραδικο καλάμι

καλάρω: ιταλ. calare: μαζεύω πανιά, κάνω νερά, αφήνω,
ρίχνω δίχτυα

καλατζής, ο: τουρκ. kalayci: γανωτής, κασσιτερωτής
χαλκωμάτων.

καλαφατίζω: ιταλ. calafatare: πισσαρω τα κενά - βατεύω,

καμπανιές, οι: χτυπήματα της καμπάνας της γέφυρας ή
του μηχανοστασίου γιά τις αλλαγές της ώρας.

καμπούνι, το: υπόστεγο της πλώρης για τη στέγαση των
ανδρών του πληρώματος σε κακοκαιρία, καμπίνα

καναλέτο, το: ιταλ. canaletto: αυλάκι, ρυάκι, θαλάσσια
δίοδος

κανοκιάλι, το: ιταλ. cannocchiale: όργανο γιά την
παρακολούθηση αντικειμένων από πολύ μακρυά

καντηλίτσα, η: βεν . candelizza: 1. συσκευή που
αναρτάται στα πλευρά του πλοίου και στην οποία στέκεται ο εργάτης που
επισκευάζει ή χρωματίζει το πλοίο. 2. η καντηλίτσα του φλώκου : η υπέρα του
ατέρμονος 3. Κόμπος επιδέξιος χρησιμοποιούμενος γιά την ανύψωση ανθρώπου στα
ξάρτια.

καντίνι, το: ιταλ. cantino:η οξύτερη χορδή των
εγχόρδων οργάνων, μτφ. στην εντέλεια, κομψός.

καπελώνω: ιταλ. cappello: βάζω τους κάβους (βλ.λ.)
στις δέστρες

κάπος, ο: ιταλ. capo: αρχηγός -της τετραωρίας- μέρος
ξηράς που αναδύεται από τη θάλασσα.

καραβοφάναρο, το: πλοίο που χρησιμεύει ως πλωτός φανός,
φαρόπλοιο, αγκυροβολημένο κοντά σε επικίνδυνα σημεία, υφάλους κλπ

καραμοσάλι, το: εκ του τούρκου ναυάρχου του 14ου αι.
Καρά Μουσέλ: βαρύ αντικείμενο ποντισμένο με πλωτήρα στην επιφάνεια γιά την
ευχερή αγκυρόδεση του εφολκίου -είδος ιστιοφόρου που χρησιμοποιούσαν το 1821- ο
σύνδεσμος των αγκυρών, ο αμφιδέτης.

καραντί, το: σκαμπανέβασμα του καραβιού εξαιτίας
θαλασσοταραχής που συνεχίζεται και μετά την παύση του ανέμου, φουσκοθαλασσιά.

καρρέ, το: γαλλ. carre: ο μεσόδεσμος, τετράγωνο
διαμέρισμα του πλοίου που χρησιμεύει ως εντευκτήριο ή εστιατόριο.

κάρτα, η: ιταλ. carta: ο καθένας από τους τριανταδύο
ανεμόκομβους του ανεμολογίου (βλ.λ.)

καρτίνι, το: ιταλ. quartino: το 1/4 του ρόμβου κατά
τις διαιρέσεις των παλαιών ανεμολογίων(βλ.λ.)

κάρτο, το, και κουάρτο, το:
ιταλ. quarto: 1/4

κάσσαρο, το: ιταλ. cassero: το επίστεγο πάνω στην
πρύμνη, υπερυψωμένη γέφυρα -ειδικό διαμέρισμα που χρησιμοποιείται γιά
καπνιστήριο από τους επιβάτες της α΄θέσης- πύργος φρουρίου

κατραμόκωλος, ο: ναύτης της κουβέρτας

κιαλάρω: ιταλ. chiale: κοιτώ με κυάλι, παρατηρώ με
ενδιαφέρον

κλειδιά, τα: κυρτά σιδερένια κομμάτια με παχύτερα άκρα
και διάτρητα ώστε να περνά γόμφος με τον οποίο συνδέονται μεταξύ τους οι κρίκοι αλυσίδας

κοκκινόκωλος, ο: ναύτης σκαρφαλωμένος ψηλά -είδος
πιθήκου- το πτηνό φοινίκουρος

κοκό, το: η κοκαϊνη

κόντρα, τα: ιταλ. contra: ρυθμιστικοί και ασφαλιστικοί
κοχλίες

κόντρα γέφυρα, η:σημείο πάνω από τη γέφυρα που 'ν' η πυξίδα
και το τιμόνι

κοντραστάρω: ιταλ. contrastare: πάω αντίθετα -πάω
εγγύτερα στον άνεμο

κοράκι, το: η μύτη του βαποριού

κοστάρω: ιταλ. accostare εκ του costa=ακτή: πιάνω
στεριά

κοτσάρω: ιταλ. cozzare: συνδέω, προσαρτώ, πλευρίζω,
περνάω κρίκο ή αγκίστρι μέσα από κρίκο

κουβέρτα, η: βεν. coverta:το κατάστρωμα

κουβούσι, το : τουρκ. kovus: το υπερυψωμένο παραπέτο
του αμπαριού, αίθουσα, χώρος ύπνου

κουίνα, η: αγγλ. queen: έκφραση των ναυτικών γιά τους
ομοφυλόφιλους των λιμανιών

κουπαστή, η: το ανώτατο χείλος των τοιχωμάτων του
πλοίου -χειρολαβή

κρένι, το: γαλ. crane: γερανός περιστρεφόμενος,
περιστροφικό βίντσι

κρουζέτο, το: βεν. croseta: το δίζυγο του μεγάλου
επιστηλίου -λούκι γύρω από το κατάστρωμα, για να φεύγουν τα νερά

Λ

λαμαρίνα, η: βεν. lamarin: λεπτό μεταλλικό έλασμα -αρρώστεια
που προσβάλλει και τρελαίνει τις γάτες στα φορτηγά πλοία

λαμπόγυαλο, το: η παιδεραστία

λάντζα, η: βεν. lanza: μαστέλο


Έχει επεξεργασθεί από τον/την Admin στις 10.11.08 13:41, 3 φορές συνολικά
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
Admin
Admin
Admin


Αριθμός μηνυμάτων : 8056
Registration date : 10/07/2008

Το Γλωσσάρι των ναυτικών Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Το Γλωσσάρι των ναυτικών   Το Γλωσσάρι των ναυτικών Empty09.11.08 20:39

Μ

μαγκάρω: βεν. mancar: κοπάζω, σταματώ, αποτυγχάνω,
σφάλλω

μαϊνάρω: ιταλ. mainare: υποστέλλω, κατεβάζω τα πανιά

μακαράς, ο: τουρκ. makara: τροχαλία, καρούλι που
σηκώνει τις πόρτες

μαλαφράντζα, η: ιταλ. mal di Francia: η γαλλική
αρρώστεια, η σύφιλη

μανούβρα, η: βεν. manovra: χειροσμός διεύθυνσης του
σκάφους

μαρέα, η: ιταλ. marea: παλίρροια

μαρκόνης, ο: ασυρματιστής (εκ του εφευρέτη του
ασυρμάτου )

μάσκα, η: λατ. masca: η παρειά της πλώρης

ματίζω: ενώνω, μπαλώνω

ματικάπι, το: τουρκ. matkap: τρυπάνι

ματσακόνι, το: ιταλ. mazza: σφυρί γιά να βγάζουν το
χρώμα ή τη σκουριά από τις λαμαρίνες

μαύρη μπάλλα: υψώνεται στον πρωραίο ιστό ως σημάδι
αγκυροβολίας, ενώ δύο μπάλλες υψωμένες στον ιστό πάνω από τη γέφυρα σημαίνουν
ακυβερνησία

μαυρομάτα, η: η μαύρη μύτη της πέννας, η πέννα

μεσηνέζα, η: αλιευτικό νήμα (εκ της ιταλικής πόλεως
Μεσσίνας)

μετζαρόλι, το: βεν. mezzaruola: φιαλίδιο με άμμο γιά
το κανονισμό των ωρών των δυτών, είδος κλεψύδρας

μόλα ιπάντο: ιταλ. molla in bando: χαλάρωσε, αμόλα τα
σκοινιά

μονιτάρως : καιρός-τώρα

μοράβια, η : ιταλ. moravia: εκλεκτή βαφή, χρώμα
εξαιρετικής αντοχής που χρησιμοποιείται γιά τη βαφή των υφάλων του πλοίου

μουράγιο, το: βεν. muragia: προκυμαία

μπάγκος, ο: ιταλ. banco: ξέρα, ύφαλος

μπαλόνια, τα: βεν. balon: παραβλήματα σφαιρικά γιά προστασία
των πλαϊνών των πλοίων

μπαρκάρω: ιταλ. imbarcare: επιβιβάζομαι, φεύγω με
πλοίο ως ναυτικός

μπαρκέττα, η: ιταλ. barchetta: βαρκούλα -όργανο
μέτρησης ταχύτητος

μπάρκο, το: ιταλ. barco: παλιό ιστιοφόρο -το
μπαρκάρισμα, το φορτίο

μπαρούμα, η: ιταλ. baroma: σκοινί με τό οποίο
προσδένεται η βάρκα σε κάποιο στα0ερό σημείο στην ξηρά ή σε άλλο σκάφος, γιά να
το τραβήξουμε

μπάσσες, οι: αμπασσαδούρες, μπάσσες στεριές (βλ.λ.)

μπαστούνι, το: βεν. baston: το δόρατο των ιστιοφόρων

μπατάρω: ιταλ. battere: ανατρέπομαι κι ανατρέπω,
τουμπάρω -αλλάζω πέτασμα στα πανιά κατά τη βόλτα (βλ.λ.)

μπάφα, η: ιταλ. baffo: ο θηλυκός κέφαλος, απ' όπου
βγαίνει το αυγοτάραχο, αλλά και το ψαρόλαδο με το οποίο περνούσαν τα σύρματα
-βαριά μυρωδιά

μπίγα, η: ιταλ. biga: φορτωτήρας, γερανός

μπίντα, η: ιταλ. bitta: η δέστρα

μπουάμπης, ο: αράπης θυρωρός

μπουγάζι, το: τουρκ. bogaz: στενό μέρος θάλασσας
μεταξύ δύο στενών, δίαυλος, κανάλι -η μπούκα, το στόμιο των ιχθυοτροφείων

μπουκαπόρτα, η: βεν. bucaporta: θυρίδα φόρτωσης

μπουλμές, ο: τουρκ. bolme: ξύλινο εσωτερικό χώρισμα
του πλοίου, μή μόνιμο, γιά ειδικές φορτώσεις

μπουνάτσα, η: βεν. bonazza: η νηνεμία, η γαλήνη:
μπουνατσάρω=γαληνεύω

μπούσουλας, ο: ιταλ. bussola: η πυξίδα, ο
προσανατολισμός

μπρατσόλι, το: ιταλ. bracciolo: στήριγμα σε σκάφος

μπριγκαντίνι, το: ιταλ. brigantino: είδος καϊκιού

Ν

ναύλος, ο: φορτίο πληρωμένο γιά μεταφορά -αντίτιμο
φόρτωσης-μεταφοράς

νιτσεράδα, η: ιταλ. incerata: αδιάβροχο από μουσαμά

ντόκος, ο: αγγλ. dock: νηοδόχος, τμήμα εμπορικού
λιμανιού μεταξύ του βασικού κρηπιδώματος και των προβλητών του -είδος υφάσματος

ντοκουμάνης, ο: αγγ. donkeyman: αρχιθερμαστής,
λοστρόμος της μηχανής

ντουανιέρης, ο: ιταλ. dogana=τελωνείο: τελωνειακός,
φορτοεκφορτωτής τελωνείου

ντούγα, η: ιταλ. doga: ή σιδηρά κορδέλα που
συγκρατεί σανίδες βαρελιού

ντούκια, τα: βεν. ducia: σπείρες σκοινιού ή
συρματόσκοινου -ύπνος

ντράγα, η: ιταλ. draga: φαγάνα, βαθυκόρος=πλωτό
μηχάνημα γιά τον καθαρισμό του βυθού ή την εκβάθυνση λιμανιών

Ξ

ξαγερίζω : βγάζω στον αέρα, διαλαλώ

ξάϊ , το: λατ. exagium: ανταπόδοση, αμοιβή

ξεκαπελλώνω: βγάζω τους κάβους (βλ.λ.) από τις μπίντες
(βλ.λ.)

-βλέπε και καπελλώνω

ξελιμπάρω: ξε + ιταλ. libare: ελαφρώνω το πλοίο
ξεφορτώνοντας μέρος του φορτίου σε άλλο μικρότερο που θα μπεί στα ρηχά νερά, μτφ.
τελειώνω, αδειάζω, ξοφλάω

ξεμπαρκάρω: αντιθ. μπαρκάρω (βλ.λ.)

ξενερίζω: χάνω τα νερά μου, βγαίνω από την επιφάνεια
της θάλασσας, αλλάζω το νερό γιά να φύγει η αρμύρα κι η πικρίλα, συνέρχομαι από
μεθύσι, ουρώ

ξεραποξυλώνομαι: πέφτω ξερός σαν ξύλο -κοιμάμαι
άκαμπτος- πεθαίνω

ξεστελλιάζω: διαλύω, ξεμοντάρω

ξίδι (ο καιρός): δριμύς σορόκος

Ο

όκιο, το: ιταλ. occhio: τρύπα απ' όπου περνάει η
αλυσίδα της άγκυρας

Ολλαντέζος, ο: ολλανδικό πλοίο

οργυιά, η: αρχ. ελ. ορέγω: αγγλική μονάδα μήκους ίση
με 1,83 μ.

ορθοπλωρίζω: βάζω πλώρη πάνω στο καιρό

όρτσα: ιταλ. orza: στρέψε τη πλώρη προς τον άνεμο

οχτώ-δέκα, η: βάρδια, τετραωρία

Π

παίρνω κάτω: κατεβάζω πανί ή σημαία -διοπτεύω

παλινώριο, το: όργανο με το οποίο βρισκόταν παλιότερα
το αζιμούθιο του ήλιου, με συνδιασμό της ώρας, της ηλιακής κλίσης και του
πλάτους

πανιόλο, το: ισπ. panyolo: πλάτος βάρκας -μτφ. πάτος
σκεύους

παράλλαξη, η: η διαφορά ανάμεσα στη διεύθυνση του
Βορρά που δείχνει η πυξίδα και στην πραγματική θέση -τρόπος ελέγχου του πλου με
αναφορά σε κάποιο σημείο της ακτής

παραπέτο, το: ιταλ. parapetto: το στηθαίο της γέφυρας

παρατιμονιά, η: κακός χειρισμός του τιμονιού

πασσατζέρικο, το: ιταλ. passaggio: πλοίο με σταθερό
δρομολόγιο

παταράσο, το: βεν. patarazzo: ο παράτονος, το σκοινί
του μεγάλου επιστυλίου του πλοίου

παχτώνας, ο: τετράγωνη λέμβος χωρίς καρίνα

πεθαμένος, ο: κατώτατης ποιότητας λαθραίο που κάποιος
το πουλάει πολύ φθηνά, το ''σκοτώνει''

πεισματική, η: σφύριγμα πλοίου

πιλότος, ο: αγγλ. piloτ: οδηγός βαποριού, πλοηγός

πιλοτίνα, η: ιταλ. pilotina: η πλοηγίς, το πλοιάριο
που μεταφέρει τον πιλότο στο πλοίο που πρόκειται να αναλάβει.

πινά, τα: ιταλ. pennone: τα εξώτατα άκρα του κέρατος
του επιδρόμου

πινέλλο, το: είδος σπαστής άγκυρας

Πισανέλλο, ο: μικρό φανάρι στο πίσω μέρος της γέφυρας

πλευρικά, τα: δύο φανοί που αποτελούν μέρος των
πλοϊκών φανών του πλοίου

ποδίζω: μένω προσωρινά σε απάνεμο μέρος λόγω
κακοκαιρίας - απομακρύνω την πλώρη από την κακοκαιρία του ανέμου

ποδόσταμο, το: το κοράκι (βλ.λ.) πρύμνης

πόμπα, η: ιταλ. pompa: αντλία

Πορτολάνες, οι: ναυτικοί χάρτες

ποστάλι, το : ιταλ. postale : επιβατηγό ή ταχυδρομικό
πλοίο

πότζι, το: ιταλ. poggia: ταλάντευση, υποστροφή του
πλοίου

πούσι, το: τουρκ. pus: ομίχλη, καταχνιά

πρατιγάρω: ιταλ. pratigare: παίρνω πράτιγο,
ελευθεροκοινωνώ

πριάρι, το: βάρκα που σπρώχνουν με κοντάρι

προβέτζο, το: βεν. provenza: απότομη μεταβολή ανέμου
από νότιο σε δυνατό βόρειο

προβολή, η: σύστημα χαρτογραφικής παράστασης σε
επίπεδο της καμπύλης επιφανείας της Γης

προπέλα, η: αγγλ. propeller: έλικας γιά την ώθηση του
πλοίου

προυσαλίδικο, το: χασίς Προύσας, φημισμένο γιά την
ποιότητά του

πρύμα: καλώς -άνεμος από την πλώρη

πρύμα πλώρα: σ' όλο το μήκος του πλοίου

Ρ

ράδα, η: ιταλ. rada: ανοικτό κι ευρύχωρο αγκυροβόλι,
ανοικτός προλιμένας

ρέλι, το: αγγλ. rail: κιγκλίδωμα

ρεμούρκιο, το: βεν. remurchio: ρυμούλκημα, ρυμουλκό
πλοίο -είδος σκοινιού

ρεμούσκο, το: βορειανατολικός ψυχρός άνεμος -υποψία,
εικασία- ρίσκο,

ρεμπάρτα, η: ιταλ. ribalta: καταπακτή -άνοιγμα
παντελονιού

ρέστα, τα: ιταλ. resto: σειρά μεταλλικών βιδών
ενωμένων σε επίμηκες σχήμα

ρεστία, η: ιταλ. rastiare: παλινδρόμηση του κύματος
από την ακτή, ακανόνιστος κυματισμός, αντιμάμαλο

ρεφόρτσο, το: ιταλ. rinforzo: ενδυνάμωμα,
ενίσχυση σχοινιών, σφίξιμο σφηνών τιμονιού

ρίγλα, η: λατ. regula: ο χάρακας, γραμμή χαραγμένη στο
χάρτη, ο παράλληλος

ρεσάλτο, το : ιταλ. risalto: έφοδος, επίθεση πειρατών
στο πλοίο -ρισάλτο-

ρολάρω: ιταλ. rollare: κάνω πότζι (βλ.λ.)

ρότα, η: ιταλ. rota: πορεία πλοίου

ρουφόλυμπες, οι: ρουφήχτρες

Σ

σαλαμάστρα, η: ιταλ. salmastra: πλέξιμο , σκοινί
πλεγμένο

σάλπα, η: το σαλπάρισμα

σαλτάρω: ιταλ. saltare:πηδάω, ξεφεύγω

Σαμπάν, το: μικρό ποταμόπλοιο κινεζικών ακτών,
σκεπασμένο & χρησιμοποιείται σα κατοικία

σαμπάνι, το: σκοινί που δένονται βαριά αντικείμενα γιά
ανύψωση ή οι βάρκες

σάνταλο, το: φορτηγό πλοίο που μοιάζει με σκούνα

σαρανταποδαρούσα, η: μακρύ τηλεγραφικό σήμα

σημαδούρα, η: κάθε είδους όργανο σήμανσης

σινιάλο, το: βεν. signal: συνθηματική ειδοποίηση απ'
το πλοίο προς τους ναύτες στη ξηρά

σιψάντε(ς) ο: αγγλ. shipside: χώρος ανεφοδιασμού
-προμηθευτής τροφίμων

σκάλα, η: ιταλ. scala: επίνειο

σκαλιέρες, οι : ιταλ. scala: μικρά σκοινιά που
δένονται οριζόντια στα ξάρτια ώστε να σχηματίζουν σκαλοπατάκια

σκανταγιάρω: ιταλ. scandagliare: βυθομετρώ, ρίχνω
σκαντάγιο (=οργανο βυθομέτρησης)

σκάντζα βάρδια, η : βεν. scansa la vardia! : αλλαγή
βάρδιας

σκαντζάρω: βεν. scansar: αλλάζω (φρουρούς ή πόδες
πανιών )

σκάπουλος, ο: βεν. scapolo: ο ένας από τους δύο ναύτες
της βάρδιας που περιμένει ν' αντικαταστήσει τον άλλο - αυτός που κάνει κοπάνα -
ελεύθερος

σκαρμός, ο: η σταμίνα του νομέα

σκαρτάρω: ιταλ. scartare: πετάω τα άχρηστα

σκουλάρω: ιταλ. scolare: παίρνω στροφή σε ακρωτήρι
-αδειάζω τα νερά της θάλασσας από τους σωλήνες και το κατάστρωμα

σπατσάρω: ιταλ. spazzare: σκουπίζω -ξεμπερδεύω- γελώ
υπερβολικά

σπιράγιο, το: βεν. spiragio: φεγγίτης, αναφωτίς

σταβέντο, το: ιταλ. sottovento: απάνεμος, πλεύση σε
απάνεμη πλευρά

σταντάρδο, το: αγγλ. standard: το κοντάρι της σημαίας

στήμη, η: επιμήκη τμήματα διπλωμένου σκοινιού -το
κοράκι (βλ.λ.)

στοιβαδόρος, ο: ναύτης που στοιβάζει τα εμπορεύματα
των εμπορικών πλοίων

στόκολος, ο: αγγλ. stokehold: λεβητοστάσιο,
θερμαστήριο

στούφα, η: μυοκτονία

στράλια, τα: ιταλ. straglio: οι ανάδρομοι κι οι
πρότονοι, σκοινιά που στερεώνουν τα επιστήλια των ιστών

στροφές, οι: ο αριθμός των περιφορών του προωστήρα του
ατμοπλοίου ανά λεπτό

στρωμάτσα, τα: ιταλ. stramazzo : παράβλημα κρεμασμένο
στα πλευρά του πλοίου γιά να το προφυλάσσει από ενδεχόμενες συγκρούσεις με άλλα
πλοία ή την προκυμαία

σφήνες, οι: προθέματα του τιμονιού γιά να σφίγγει όταν
χαλαρώνει κατά τον πλου.

σφυριξιά, η: δηλώνει δεξιά πορεία

σφυρίχτρα, η: όργανο που ειδοποιεί γιά την πορεία

Τ

ταρσανάς, ο: τουρκ. tersane: ναύσταθμος, ναυπηγείο

ταρτάν, το: μπάρ στο οποίο συχνάζουν κινέζοι

τελώνια, τα: φωσφορισμοί που εμφανίζονται σε καιρό
θύελλας στα άκρα σκοινιών και κεραιών -αερικά, στοιχειά

τεσσαροχάλι, το : μικρή άγκυρα με τέσσερις βραχίονες

τζόβενο, το: ιταλ. giovane: μούτσος, ναυτόπαις

τιμονιέρα, η: ιταλ. timoniera: η πιλοτίνα (βλ.λ.)
-διαμέρισμα χαρτών στο πίσω μέρος της γέφυρας

τουρκετί, το: το πλωριό κατάρτι -τριγωνικό πανί του
λοξού ιστού πλώρης

τραβέρσο, το: ιταλ. traverso: αναγκαστική πορεία σε
περίπτωση μεγάλης θαλασσοταραχής κόντρα στη διεύθυνση του ανέμου γιά να αποφύγει
το πλοίο τα χτυπήματα των κυμάτων στα πλευρά του

τραβέρσωμα, το: στροφή του πλοίου ώστε να στρωθεί
τραβέρσο (βλ.λ.)

τραμπάκουλο, το: είδος δαλματικού πλοίου με δύο πανιά

τρικαντό, το: τρίκωχο καπέλλο των αξιωματικών του
Πολεμικού Ναυτικού

τριπόντι, το: ιταλ. tre ponti: πλοίο με τρείς γέφυρες

τρισίλιο, το: δίπλοκο ή τρίπλοκο αριστερόστροφο
καννάβινο σκοινί από παλιά κλώσματα

Τρίτος, ο: ο ανθυποπλοίαρχος

τρομπαμαρίνα, η: ιταλ. trombamarina: τηλεβόας γιά τη
μετάδοση ηχητικών σημάτων μεταξύ των πλοίων σε καιρό ομίχλης

τσίμα, η: ιταλ. cima: κορυφή, άκρη

τσιφάρι, το: αραβ. ziffar: σιφόνι, αντλία

τσούρμο, το: ιταλ. ciurma: κωπηλάτες στις γαλέρες,
κατάδικοι -πλήρωμα πλοίου

Φ

φανάρι, το: φάρος, φανός -κόμπος που κατασκευάζεται
γιά τα σφοντύλια των χειραγωγών, γιά τη συγκράτηση των σχοινένιων λαβών των
κάδων

φαναριέρα, η: η φανοδόχη και το φανάρι της κόφας

Φάτα Μοργκάνα, η: βρ. μυθ. Morgan LeFay, ιταλ. Fata
Morgana: η διεστραμμένη μάγισσα αδελφή του βασιληά Αρθούρου, στην ιστορία των
Ιππότων της στρογγυλής τραπέζης : μτφ. αντικατοπτρισμός στην επιφάνεια της
θάλασσας , όταν το στρώμα του αέρα πάνω από το νερό είναι πιό ψυχρό απ' ότι στα
ψηλότερα στρώματα. Ο ίδιος ο Ν. Καββαδίας λέει ''....συμβαίνει στης Σικελίας το
στενό ή στη Νάπολη απ' έξω , νύχτα τρεις η ώρα, και παρουσιάζει τρείς γυναίκες
που χορεύουν στον ορίζοντα. Βαστάει ένα δύο λεπτά κι ύστερα χάνεται...'' Είναι
και το "ματι του κυκλώνα" δηλαδή το σημείο εκείνο στο κέντρο ενός τέτοιου
φαινομένου, όπου επικρατεί πρόσκαιρη καλοκαιρία, μέχρι το επόμενο κύμα που
συνήθως είναι χειρότερο από το πρώτο!

φατούρα, η: ιταλ. fattura: ετικέττα -τιμολόγιο
εμπορευμάτων

φιγούρα, η: ιταλ. figura: το ακρόπρωρο, ξόανο

Φορ πηκ, μικρή δεξαμενή

φούντο, το: λατ. fundus: o βυθός -πόντισμα, βύθισμα

φριγκορίφικο, το : ισπ. frigorifico: πλοίο-ψυγείο

φριζερέτα, η: αγγλ. freezer: μικρό ψυγείο

φυρονεριά, η: το τράβηγμα των νερών, άμπωτη

Χ

χάβαρο, το : αχιβάδα, φαγώσιμο όστρακο -αιδοίο- μτφ.
βραδύνους

χαλώ: κατεβάζω βάρκα -αγκυροβολώ μ' ανάστροφη του
εργάτη ή του βιντσιού- μαϊνάρω (βλ.λ.)

χαμαλίκα, η: τουρκ. hamal(=αχθοφόρος): πάνινο
επίστρωμα στην πλάτη του αχθοφόρου , μτφ. επιρ. αγγαρεία, άδικα

χαμσίνι, το: αραβ. chamsin (=πενήντα): ριπές ορμητικού
βορείου ανέμου που πνέει ώρες μεταφέροντας σύννεφα σκόνης

Ψ

ψηλώνω: ανεβαίνω κατά μήκος της λίνιας (βλ.λ.)

ψωμάκια, τα: τραπουλόχαρτα


Έχει επεξεργασθεί από τον/την Admin στις 10.11.08 13:39, 1 φορά
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
Admin
Admin
Admin


Αριθμός μηνυμάτων : 8056
Registration date : 10/07/2008

Το Γλωσσάρι των ναυτικών Empty
ΔημοσίευσηΘέμα: Απ: Το Γλωσσάρι των ναυτικών   Το Γλωσσάρι των ναυτικών Empty10.11.08 13:37

ΑΒΑΡΑ
Επιφώνημα κατά την απομάκρυνση σκάφους από κάποίο σημείο.

ΑΒΑΡΙΑ
Ζημιά πλoίoυ ή τoυ φορτίoυ τoυ από κακοκαιρία.

ΑΒΑΡΙΣΜΑ
Απομάκρυνση σκάφους από την ακτή για να μη συγκρουσθεί ή προσαράξεί.

ΑΓΑΝΤΑ
Το σημείο που πιανόμαστε για να κρατηθούμε ή να σπρώξουμε κάποίο σκάφος. Ο πάσσαλος στην ακτή για να δέσουμε το σκάφος.

ΑΓΚΙΣΤΡΙΑ
Το πέταγμα του αγκιστριού στη θάλασσα για ψάρεμα.

ΑΓΚΟΙΝΗ
Σύρμα ή σχοινί που δένεί τη σταυρωτή κεραία στο κατάρτί του ίστίοφάρoυ πλοίου.

ΑΓΚΟΥΡΕΤΟ
Η μικρή άγκυρα βάρκας.

ΑΓΚΥΡΙΟ
Μικρή άγκυρα.

ΑΓΚΥΡΟΒΟΛΙΟ
Όρμος κατάλληλος για να ρίξεί άγκυρα το σκάφος, επίσης λέγεταί και το λιμάνι.

ΑΓΚΥΡΩΝΩ
Ακινητοποίηση του σκάφους ρίχνοντας άγκυρα.

ΑΘΙΒΟΛΙΑ
Πέταγμα με το χέρί μικρού διχτύου στη θάλασσα.

ΑΚΑΤΙΟ
Η μικρή βάρκα.

ΑΚΑΤΟΣ
Μεγάλη βάρκα πλoτoύ που κινείται με πανιά ή κoυπιά.

ΑΚΡΟΒΟΛΙ
Βαρύδι από μολύβι.

ΑΚΡΟΔΕΑ
Λεπτό σχοινί

ΑΚΡΟΔΕΣΜΟΣ
Ναυτικός κόμπος.

ΑΚΡΟΠΡΩΡΟ
Η άκρη της πλώρης.

ΑΚΤΑΙΟΣ
Αυτός πoυ βρίσκεται κοντάστην ακτή.

ΑΚΤΑΙΩΡΟΣ
Φύλακας ή πλοίο πoυ φυλά τις ακτές.

ΑΛΑΡΜΗ
Το αλμυρά νερά.

ΑΛΙΑΤΙΚΑ
Βάρκα που χρησιμοποιείται στο ψάρεμα.

ΑΜΜΟΥΔΑ
Θαλάσσίος βυθός με άμμο.

ΑΜΠΑΡΙ
Το κήτος τoυ πλοίου.

ΑΝΑΒΑΘΡΑ
Η κινητή σκάλα πλoτoύ από σχοινί ή ξύλο.

ΑΝΑΡΗΧΟΣ
Αυτός πoυ δεν έχεί μεγάλο βάθος.

ΑΝΕΜΙ
Ασθενής άνεμος.

ΑΝΕΜΟΓΑΛΟΥΔΑ
Ο πολύ δυνατός άνεμος.

ΑΝΕΜΟΔΑΡΤΟΣ
Ο ταλαιπωρημένος από ανέμoυς.

ΑΝΕΜΟΛΟΓΙ
Το ακτινωτό διάγραμμα πυξίδας.

ΑΝΕΜΟΣΟΥΡΙ
Δυνατός άνεμος με βοή.

ΑΝΕΜΟΧΟΛΟ
Δυνατός και ξαφνικός αέρας.

ΑΝΕΜΟΚΟΥΝΗΜΑ
Θυελλώδης άνεμος.

ΑΝΕΜΟΚΑΙΡΙ
Καιρός με πολλούς ανέμoυς.

ΑΝΤΑΡΑ
Η μεγάλη κακοκαιρία.

ΑΠΑΓΚΙΟ
Σημείο πoυ δεν το πιάνει ο αέρας.

ΑΠΑΝΕΜΟΣ
Μέρος ήσυχο χωρίς αέρα.

ΑΠΙΚΟΥ
Κάθομαί ακίνητος πάνω από κάτι.

ΑΠΟΒΟΡΙ
Ασθενής βόρειος άνεμος.

ΑΠΟΘΑΛΑΣΣΙΑ
Η ταραγμένη θάλασσα.

ΑΠΟΝΕΡΑ
Τα νερά τoυ πλοίoυ καθώς κινείται.

ΑΠΟΠΛΕΩ
Φεύγω από κάποιο λιμάνι

ΑΠΟΠΛΟΥΣ
Η έξοδος πλοίου από το λιμάνι.

ΑΠΟΣΠΕΡΟΣ
Δυτικός άνεμος.

ΑΠΟΧΕΣ
Στενή λουρίδα του βυθού συνήθως παράλληλη με την παραλία. υπάρχουν πολλές φωλιές ψαριών και προσφέρονται για παραγάδια, συρτή, ψαροντούφεκο και δίχτυα γιατί κρατά πολλά πετρόψαρα όπως στήρες, ροφούς, σκορπιούς, πέρσες κ.τ.λ.

ΑΠΟΧΗ
Μικρό φορητό δίχτυ.

ΑΡΑΞΙΑ
Το ρίξιμο της άγκυρας.

ΑΡΑΞΟΒΟΛΙ
Μέρος ήσυχο κοντά στη στεριά για να αγκυροβολήσει πλοίο.

ΑΡΙΒΑΡΩ
Καταπλέω, φτάνω.

ΑΡΜΕΝΙΖΩ
Πλέω με ανοικτά πανιά.

ΑΡΜΗ
Το νερό της θάλασσας.

ΑΡΜΠΟΥΡΟ
Το κατάρτι του πλοίου.

ΑΡΟΔΟΥ
(ναυτ.) για πλοίο που μένει για βραχύ χρονικό διάστημα έξω από λιμάνι ή όρμο χωρίς να αγκυροβολήσει | μακριά ή από μακριά | με ελιγμούς, όχι κατευθείαν

ΑΦΕΓΓΟΣ
Ο ουρανός τη νύχτα χωρίς άστρα.

ΒΕΝΘΟΣ
Ο βυθός της θάλασσας.

ΒΙΡΑ
Τράβα, σήκωσε.

ΒΙΡΑΡΙΣΜΑ
Σήκωμα της άγκυρας.

ΒΙΣΤΑΛΟΓΚΑ
Το αλιευτικό γυαλί.

ΒΡΕΧΟΥΜΕΝΑ
Τα μέρη του σκάφους κάτω από την ίσαλο γραμμή.

ΒΥΘΟΜΕΤΡΟ
Ηλεκτρονική συσκευή που μετρά το βάθος του βυθού.

ΓΑΜΠΙΑ
Ναυτικό πανί

ΓΑΡΛΙΝΟ
Σκοινί για να ανεβοκατεβάζουν ατην άγκυρα.

ΓΑΦΑ
Γάντζος για να συγκρατεί την άγκυρα.

ΓΕΜΟΣ
Το φορτίο τoυ πλοίου.

ΓΕΔΕΚΙ
Το ρυμουλκούμενο σκάφος.

ΓΙΑΛΟΥΣΗΣ
Ο εργαζόμενος στην ακροθαλασσιά.

ΓΙΑΛΩΝΩ
Πλησιάζω στην στεριά.

ΓΟΛΕΤΑ
Πλοίο με δύο κατάρτια.

ΓΟΥΛΙΑΣΜΑ
Το τρίψιμο για να μαλακώσει το χταπόδι.

ΓΡΙ-ΓΡΙ
Ψαροκάικο με πυροφάνι.

ΓΡΥΠΑΡΗΣ
Αυτός που ψαρεύει με γρύπο.

ΔΕΣΤΡΑ
Σίδερο στη προκυμαία για να δένουν τα σκάφη.

ΔΙΑΒΑΘΡΑ
Σανίδα για να επικοινωνεί το σκάφος με τη στεριά.

ΔΙΑΚΙ
Η λαβή του πηδαλίου.

ΔΙΑΥΛΟΣ
Στενό που συνδέει δύο θάλασσες.

ΔΙΓΟΦΙ
Εργαλείο για να ξεκολλούν τα όστρακα από το βυθό.

ΔΙΝΗ
Η περιστροφική κίνηση του νερού.

ΔΡΟΛΑΠΑΣ
Δυνατός αέρας με βροχή.

ΕΙΣΠΛΕΩ
Μπαίνω σε κάποιο λιμάνι

ΕΚΤΑΜΑ
Η αλυσίδα που συγκρατεί την άγκυρα και βρίσκεται μέσα στη θάλασσα.

ΕΜΠΑΤΗ
Η είσοδος του πλοίου σε λιμάνι

ΕΝΑΛΙΟΣ
Αυτός που ανήκει στη θάλασσα.

ΕΞΑΛΑ
Τα μέρη του σκάφους που είναι πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

ΕΞΑΝΤΑΣ
Όργανο που προσδιορίζει το στίγμα.

ΕΞΟΚΕΛΛΩ
Πέφτω στη στεριά.

ΕΠΙΝΕΙΟ
Μικρό λιμάνι ή όρμος.

ΕΡΜΑ
Βάρος στα αμπάρια για την ευστάθεια του πλοίου.

ΘΑΛΑΜΙ
Φωλιά

ΘΑΛΑΣΣΙΛΑ
Η μυρωδιά της Θάλασσας

ΘΑΛΑΣΣΟΛΥΚΟΣ
Ο παλιός και έμπειρος ναυτικός

ΙΣΑΛΟΣ
Το μέρος του σκάφους που βρίσκεται στο ίδιο επίπεδο με την επιφάνεια της Θάλασσας

ΚΑΒΑΤΖΑΡΙΣΜΑ
Η παράκαμψη

ΚΑΒΟΣ
Χοντρό σχοινί πλοίου

ΚΑΜΠΑΝΕΛΙ
Στύλος που δένονται τα σχοινιά του σκάφους.

ΚΑΛΑΡΩ
Ρίχνω τα δίχτυα στη Θάλασσα.

ΚΑΡΓΑΡΙΣΜΑ
Σφίξιμο σχοινιών.

ΚΑΡΝΑΓΙΟ
Μέρος που φτιάχνονται τα πλοία

ΚΑΤΑΠΛΕΩ
Έρχομαι από το πέλαγος στο λιμάνι.

ΚΟΤΣΑΡΩ
Φέρνω το σκάφος κοντά σε κάποιο σημείο

ΚΟΥΒΕΡΤΑ
Το επάνω μέρος του πλοίου

ΛΑΣΚΑ
Χαλαρά.

ΛΑΣΚΑΡΩ
Χαλαρώνω το τέντωμα σχοινιού

ΛΙΜΙΩΝΑΣ
Το λιμάνι.

MAΪNA
Πρόσταγμα που σημαίνει χαλάρωσε.

ΜΑΛΑΓΡΑ
Φαγητό που ρίχνουν οι ψαράδες για να προσελκύουν τα ψάρια

ΜΑΝΟΥΒΡΑ
Ο χειρισμός του σκάφους όταν χρειάζεται να αποφύγει η να προσεγγίσει.

ΜΕΤΖΑΒΟΛΤΑ
Το μπλέξιμο των αγκύρων

ΜΟΛΑ
Άφησε, ελευθέρωσε

ΜΟΥΔΑ
Η πλευρά του πανιού που είναι προς τον άνεμο.

ΜΟΥΡΑΓΙΟ
Το λιμάνι.

ΜΟΥΤΣΟΣ
Ο δόκιμος ναύτης.

ΜΠΟΣΙΚΑ
Χαλαρά, όχι καλά σφιγμένο.

ΜΠΟΥΡΙΝΙ
Ξαφνική κακοκαιρία

ΜΥΧΟΣ
Το πιο βαθύ σημείο ενός λιμανιού
ή κόλπου.

ΜΩΛΟΣ
Προέκταση μέσα στην Θάλασσα.

ΝΑΥΛΟΣ
Aντiτιμο για την μεταφορά φορτίου ή ανθρώπων.

ΝΕΤΑΡΩ
Ισιώνω το σχοινί, το παραγάδι.

ΝΕΩΡΙΟ
Μέρος που κατασκευάζονται σκάφη.

ΝΤΟΚΟΣ
Μέρος που δένουν πολλά πλοία στο λιμάνι.

ΞΑΝΕΜΙΑ
Μέρος που δεν το πιάνει ο αέρας.

ΞΑΡΤΙ
Το σχοινί του πλοίου.

ΞΕΜΠΟΤΣΑΡΩ
Αφήνω ελεύθερο κάτι που έχει δεθεί στο σκάφος.

ΞΕΝΕΡΙΣΜΑ
Όταν βγαίνει η μηχανή του σκάφους από το νερό

ΞΕΡΑ
Βράχος στη μέση της Θάλασσας που φαίνεται δύσκολα.

ΞΕΡΕΣ
Έχει μόνο βράχια ακανόνιστα και μεγάλα ανοίγματα Εκεί θα βρούμε πολλά πετρόψαρα όπως σφυρίδες και ροφούς. Ψαρεύουμε με καθετή, συρτή βυθού, δίχτυα, παραγάδι και ψαροντούφεκο.

ΟΙΑΚΙΟ
Μικρό πηδάλιο σκάφους.

ΟΛΜΙΣΚΟΣ
Το μικρό λιμάνι.

ΟΡΜΙΖΩ
Αράζω το πλοίο

ΟΡΜΟΣ
Μέρος για αγκυροβόλιο.

ΟΡΤΣΑ
Παράγγελμα, Προς το ρεύμα του ανέμου.

ΟΣΤΡΙΑ
Νότιος άνεμος.

ΠΑΓΚΟΙ
Ο βυθός με μικρό βουναλάκια. Στους καλούς πάγκους βρίσκονται πολλά και μεγάλα πετρόψαρα. Για ψάρεμα χρησιμοποιούμε παραγάδι, καθετή, συρτή βυθού και ψαροντούφεκο.

ΠΑΛΑΜΑΡΙ
Χοντρό σχοινί που δένουμε το σκάφος.

ΠΑΡΑΜΑΛΛΟ
Η κάθε πετονιά με αγκίστρι, από το παραγάδι.

ΠΕΛΑΓΟΔΡΟΜΩ
Ταξιδεύω στο πέλαγος.

ΠΕΡΙΤΡΟΧΟ
Το σχοινί με κόμπους για το σήκωμα της άγκυρας.

ΠΛΑΓΙΟΔΡΟΜΙΑ
Η πλεύση με τον άνεμο πλάι στο σκάφος.

ΠΛΕΥΡΙΣΜΑ
Το πλησίασμα του σκάφους στη προκυμαία.

ΠΛΩΡΗ
Το μπροστινό μέρος του πλοίου.

ΠΟΔΙΣΜΑ
Η αλλαγή στην πλεύση του πλοίου.

ΠΟΔΟΤΗΣ
Ο τιμονιέρης, ο λοστρόμος.

ΠΟΝΤΖΑ
Παράγγελμα που σημαίνει : Πήγαινε, πόδισε.

ΠΟΝΤΙΖΩ
Ρίχνω την άγκυρα.

ΠΟΡΤΟ
Λιμάνι.

ΠΡΙΜΑ
Το ταξίδι με ούριο άνεμο.

ΠΡΟΒΛΗΤΑ
Η φυσική ή τεχνητή προεξοχή στη θάλασσα.

ΠΡΟΣΑΡΑΞΗ
Όταν κολλήσει το πλοίο στο βυθό.

ΠΡΟΣΩ
Διαταγή εκκίνησης προς τα εμπρός

ΠΡΥΜΑΤΣΑ
Σχοινιά της πρύμνης

ΠΡΥΜΝΑ
Το πίσω μέρος του σκάφους εκεί όπου βρίσκεται το πηδάλιο.

ΡΑΔΑ
Αγκυροβόλιο σε ανοιχτό μέρος.

ΡΕΜΕΝΤΖΟ
Χοντρό σχοινί που χρησιμοποιείται για το δέσιμο του σκάφους.

ΡΟΤΑ
Η κατεύθυνση του πλοίου όταν ταξιδεύει.

ΣΑΛΑΜΟΥΡΑ
Νερό με μεγάλη ποσότητα αλατιού για τη διατήρηση Ψαριών.

ΣΚΑΝΤΖΑ
Μπαίνω στη Θέση κάποιου άλλου.

ΣΚΟΠΕΛΟΣ
Ο βράχος που εξέχει λίγο από την επιφάνεια της Θάλασσας.

ΤΙΜΟΝΕΜΑ
Ο χειρισμός του πηδαλίου ενός σκάφους.

ΤΡΑΒΕΡΣΟ
Όταν το σκάφος χτυπιέται στα πλάγια από τα κύματα.

ΤΡΑΓΑΝΕΣ
Είναι οι σχετικά ομαλοί βυθοί, που έχουν μόνο άμμο και πέτρες. Είναι καλός ψαρότοπος και ψαρεύουμε με καθετή, παραγάδι, δίχτυ, συρτή και ψαροντούφεκο. Εκεί συνήθως θα βρούμε λυθρίνια, χάνους, συναγρίδες και μπαρμπούνια.

ΤΡΟΚΑΔΕΣ
Μοιάζουν με τις τραγάνες αλλά ο βυθός τους είναι σκεπασμένος με μεγάλες πέτρες. Εκεί Θα βρούμε φαγκριά, αστακούς, καβούρια, λυθρίνια, σφυρίδες, συναγρίδες, σικυούς κ.α. Ψαρεύουμε με συρτή, παραγάδι και ψαροντούφεκο.

ΥΦΑΛΑ
Τα μέρη του σκάφους που βρίσκονται κάτω από την επιφάνεια της Θάλασσας,

ΥΦΑΛΟΣ
Ο βράχος κάτω από την επιφάνεια της θάλασσας.

ΦΛΑΜΠΟΥΡΟ
Σημαία που χρησιμοποιούν τα σκάφη.

ΦΟΥΝΤΑΡΙΣΜΑ
Το ρίξιμο της άγκυρας.

ΦΥΚΙΑΔΕΣ
Οι βυθοί με άμμο που σκεπάζονται από φύκια. Όταν βρίσκονται κοντά στις ακτές έχουν λαβράκια και κέφαλους. Για ψάρεμα χρησιμοποιούμε πεταχτάρι, καλάμι, παραγάδι.

ΨΑΜΑΘΩΝΑΣ
Η παραλία με πολύ άμμο.

ΨΑΡΟΤΟΠΟΣ
Μέρος με πολλά ψάρια.

Thanks to GUSEPPE < thegreekz
Επιστροφή στην κορυφή Πήγαινε κάτω
 
Το Γλωσσάρι των ναυτικών
Επιστροφή στην κορυφή 
Σελίδα 1 από 1
 Παρόμοια θέματα
-

Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτήΔεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
 :: eSSENTIALs aNGLo hELLENIc eNCYCLOPAEDIa :: Science :: Dictionaries-
Μετάβαση σε: