Ένας ορέγονταν να μάθη το βιολή, κε έκραξε τον καλήτερον τεχνήτη για να διδαχτή με εντέλια, κε κατά τους κανόνας της τέχνης.Ο λαλητής προκομένος του έδηξε σ’ ολήγον κερό, κε μ’ όφκολο τρόπο να λαλάι πολή τεχνικά κάμποσα μέλη.
Ο Μαθητής οστόσο δεν εφχαρηστιόνταν στο ήδιο το λάλημα, κε επαραπονιόνταν σηχνά του Δάσκαλά του, πος αλήθια το λάλημά του ήταν τεχνικό, κε γιομάτο πολημάθια, μόνε αφτουνού δεν του εγγηντήλαγε το αφτή μετ’ εκήνη τη γληκάδα, όπου του επροξέναγαν η δοξαριές ενός Γήτονά του, όπου κάθε βράδη ελάλαγε κάτη κήνα τραγούδια τόσο νόστιμα, κε μελοδηκά, όπου τον ήφερναν σε απελπησία, πος δε θέλα έφτανε να λαλήση ποτέτου κι αφτός σαντ εκήνον. Κε επαρακάλεσε μια βραδιά το Δάσκαλότου να μήνη μαζήτου για ν’ ακούση το Γήτονα, κε ν’ αποφασήση, αν ήταν σοστά, ή του εφένονταν αφτουνού έτζη το πράμα.
Ο Δάσκαλος έστρεξε να του κάμη το χατήρη, κι όσο να έρθη η όρα για ν’ αρχηνήση ο Γήτονας το σηνηθησμένοτου λάλημα, δεν απάριακε να μεταθημήση του Μαθητή του όλους τους κανόνες της τέχνης, κι όλα τα δήκια του κάθε κανόνα· του ήπε ακόμα, κε του απόδηξε με σοφά, δηνατά, κι αναπολόγητα επηχηρήματα, πος τα κηνά τραγούδια, σαν άτεχνα, κι ακανόνηστα, δεν ήταν ποτέ βολετό να φχαρηστήσουν, ή να προξενήσουν την παραμικρή ηδονή στο τεχνικό αφτή ενός μουσικού προκομένου, μήτε ημπόρηγαν να κηνήσουν τα πάθη της ψηχής, αφορμής όπου δεν ήχαν αρκετές φονές, κε θέσες για να τα ηστορήσουν με τες χρηαζόμενες ζοντανές βαφές στη φαντασήα.
Του εμήλησε πολήν όρα για το μέγεθος του βιολιού, το μακρό του δοξαριού, τες κορδές, τον καβαλάρη, τα στριφτάρια, κι άλλα μέρη του λαλούμενου με τόση πολημάθια, κε σοφήα, όπου ο μαθητής απόμηνε με το στόμα ανηχτό τηρόντας το Δάσκαλότου, κε βεβιόνοντας με το νούτου, κε με τα μάτια κλιαμένα από την κρηφή του χαρά, όσα ο Λαλητής ερητόρεβε δηδάχνοντάς τον.
Απάνο σε ταφτό αρχήνησε κι ο Γήτονας να δοκιμάζη το βιολήτου, κ’ έχοντας ήσος εκίνο το βράδη πλιότερην όρεξη, τόσο μελοδικά, τόσο γληκά, κιαρμονικά ελάλησε, όπου Δάσκαλος και μαθητής εξαπόρεσαν. Η περηέργια τούς ανάγγασε ν’ αποφασήσουν να παν για να τον ηδούν, κε να τον κατατηρήσουν στο λάλημά του, για να μπορέσουν να καταλάβουν την τεχνητού. Ο Γήτονας τούς εδέχτηκε με μεγάλη χαρά, δήχνοντας ξεχορηστή ηπόληψη και σέβας προς το σοφό λαλητή, κε δηδάσκαλο του Γήτονάτου. Η διο φήλη σαν απόθεκαν τα βιολιά τους, κε τα χαρτιά τους, επαρακάλεσαν το Γήτονα ν’ ακολουθήση το λάλημά του, ο οπήος δεν εχασομέρησε να τους φχαρηστήση.
Αλά πόσο δεν επαραξενέφτηκαν η διο φήλη, κε πόσον αγόνα εδοκήμασαν όσο να κρατήσουν τα γέλια, αντά ήδαν το παλιόβιολο του Γήτονα μ’ ένα στρηφτάρη κοντό κι άλο μακρή, με μησή νόρα! Κε πόσο δεν άραξαν πάλη, άντα τον εδοκήθηκαν να λαλάι δήχος χάρτη μουσηκής!
Ο Γήτονας ο στόσο ελάληγε αρμονηκότατα μ’ όλα αφτά τα ψεγάδια του βιολιού του, κε την αμάθια του. Η Φήλη, όπου εστοχάζουνταν αδήνατο, παρόμιο άτεχνο λάλημα να δήνη όση γληκάδα, κε φχαρήστηση ένιοθαν από ταφτό, έκληγαν τα μάτια για να μη γλέπεν εκήνα όπου δεν τους εχόραγαν στο νου, κε ν απολάβενουν την ηδονήν, που αγρήκαγαν με τ’ αφτιά τους.
Ο μαθητής ερότησε το γήτονα, πος ημπόρηγε να λαλάι,
δήχος να κητάζη γραμένο εκήνο, όπου ελάλαγε.
Ο Γήτονας του αποκρήθηκε, πος το εμάθενε πρότα ακούοντάς το,
κιάπε το ελάληγε στο βιολή του.
Τον εμεταρότησε πολά για την αναλογία τον μερόν του βιολιού, για τους κερούς της μουσικής, για τες φονές, κε άλα παρόμια, στα οπήα ο Γήτονας αποκρήθηκε ορθότατα, μόνε όχι με την πολημάθια του Δασκάλου του, καθός επαντήχενε ο Μαθητής· του επρόβαλαν στο ήστερο να λαλήση κε μαζή τους ένα μέλος κάποιου παλιού λαλητή πολή προκομένου. Ο Γήτονας τους ακολούθησε στο λάλημα, κε σαν το αποπήρε, το ελάλησε κι ατός του· μόνε σε κάποιες θέσεις του έδοκε τέτοιο διαφορετικό γήρησμα, κε τέτοια γληκάδα, όπου άρεσε κε τον διονόν φήλον όχι περισότερο. Ξεχορηστά ο Δάσκαλος αγγαλά κε προληπτηκός, κε βαρής, δεν εφτούρησε σαν εσθαντικός να μη πενέση το Γήτονα για το λάλημά του. Απότ εκήνη την όρα ο Μαθητής δεν άργησε ν’ απηκάση, πος η γληκάδα της μουσηκής δεν κρέμετε μήτε από κανόνες, μήτε από τέχνη, μόνε πος η γληκή κε αρμονηκή μουσηκή γένετε κανόνας κε τέχνη της ήδιας.
Όθεν για να μάθη άθροπος το βιολή σε τρόπον, όπου να φχαρηστιέτε κιο ήδιος, κε να φχαρισταί τους άλους με το λάλημά του, χρηάζετε να σπουδάξη για να μάθη καλά το κηνό βιολή του κερουτού, δήχος να παραψηλολογαί, κε να βαθηξετάζη εκήνα, όπου ξέρη, μόνε να γνιάζετε κε να υπερμαχαί να μάθη, όσα δεν ξέρη. Άφοντο τες ληπόν αφήκε σε μιαν άκρα την περήσια πολημάθια του σοφού Δάσκαλούτου, ακολούθησε τον άτεχνον τρόπο του Γήτονάτου, κε σ’ ολήγον κερό έφτακε να νιόθη κι ατός του χάρη στο λάλημά του, κι όσι τον ήκουγαν.
Εσηνήθαγε αφόντοτες, οπότε έπιανε να λαλήσης να τραγουδάι πρότα.
Ο προλήψες του Κόσμου
Τηρανή της ψηχής.
Ο Κόσμος σας λατρέβουν,
Για να ’νε δηστηχής!
Αφού κι από το θρόνο
Η πρόληψη μηλάι
Η εσθήσες νεκρόνουν!
Ο λόγος δε φέλαι!
Ως αν δοκή εκάστη η εικών δείσθαι εκάστον φαρμάκου. ούτω δη και ημείς τα στοιχεία επί τα πράγματα εποίσομεν. και εν επί εν, ου αν δοκή δειν. και σύμβολα ποιούντες, ο δη συλλαβάς καλού σι· και συλλαβές αν συντιθέντες, εξ ων τα τε ονόματα, και τα ρήματα συντίθενται· και πάλιν εκ τωνομάτων, και ρημάτων μέγα ήδη τι και καλόν, και όλον συστήσομεν.
Πλατ: εν Κρατ:
Κατά τη χρηά, όπου φανή να έχη κάθε ηκόνα για κάθε χρόμα, έτζη κε’ μης θέλα τεριάσομε τα στηχήα στα πράματα. Κε βάνοντας ένα σήμα το άλο, όπιο φανή χρειαζούμενο, θέλα φκιάσομε σημάδια, όπου τα ονομάζουν σηλαβές. Κε ανταμόνοντας πάλη τες σηλαβές, από τες οπήες γενέντε τα ονόματα, κε τα ρήματα, θέλα στήσομε ένα μέγα ήδος πλίο κε όμορφο, κε ακέριο.
Ο Πλάτονας στο Κρατήλο.
Μηκρή ορμήνια
Για τα γράματα, κε ορθογραφήα της ρομεηκής γλόσας.
Ήκοση τρήα ψηφία πρέπη να έχομε στο Αλφάβητο της γλόσας, όπου κρένομε· γιατί τόσα χρηάζοντε σοστά για να παραστήσομε όλες τες στηχηακές της φονές, κε ήνε·
α, β, γ, δ, ε, ζ, η, θ, ι, κ, λ, μ, ν, ξ, ο, π, ρ, σ, τ, φ, χ, ψ, ου.
Τα πέντε από ταφτά ονομάζουνται φονήεντα, γιατή προφέροντάς τα κε μονάχα κάνουν φονή ακέρια, δήχος να χριάζουντε βοήθια από άλο ψήφη κε ήνε·
α, ε, η, ο, ου.
Τα δεκαφτά ονομάζουντε σήμφονα, γιατή άπατά τους ήνε βουβά, κε χρηάζουντε βοήθια από φονήεντο για να παραστήσουν φονή ακέρια, κε ήνε·
β, γ, δ, ζ, θ, κ, λ, μ, ν, ξ, π, ρ, σ, τ, φ, χ, ψ.
Το ι, από λόγουτου μνήσκη άφονο, και μοναχό ποτέ δεν προφέρετε, μόνε χρηση μέβη για να σχηματήζουντε η δήφθογγες.
Η δήφθογγο ήνε φονή ακέρια σηνθεμένη από διο φονές, όπου τες προφέρομε σ’ έναν κερό, σε τρόπο όπου ακούγοντε κη διο, δήχος να κάμουν, παρά μια φονή μονάχα. Αφτές ήνε ενιά· αι, ει, οι, ουι, ια, ιε, ιη, ιο, ιου.
Τες δήφθογγες μπορούμε να τες μηράσομε σε διο τάξες ονομάζοντας κήρηες τες πρότες τέσερες· αι, ει, οι, ουι γιατί σε ταφτές ακούγοντε παστρικά κη ’διο φονές, καθός στες λέξες, ΑΙτός, χΑΙδέβο, πετΑΙ, λΕΙμόνι; λΕΙ, ελΕιμοσήνη, ρΌιδο, Οίσκε. ακούι, κρούι.
Κε καταχρηστηκές τες άλες πέντε, ια, ιε, ιο, ιη, ιου. γιατή σε ταφτές το ι, δεν αβγάται φονή, μόνε χρησημέβη μονάχα για να κάμη μαλακότερο το φονήεντο, όπου ακολουθάι, καθός στες λέξες, πεδιΆ, πιΕ, αξΙΗ, σκολΙΌ, ψομιού, κε. τλ.
Η Γλόσα μας στο ανακάτομά της με ξένες γλόσες επήρε κε ξένες φονές, τες οπήες για να τες γράψο με αναγγαζόμεστε να ανταμόνομε διο ή τρία ψηφία από το αλφάβητό μας, κέτζη εσηνηθήσαμεν να τες παραστένομε. Αφτές ήνε πέντε· ντ, γγ, μπ, τζ, ν?. καθός στες λέξες· μπάλα, μπαρούτη, όντας τζητάο, γγιόνης, ντζηνάο.
Όσες φονές ληπόν μπένουν στη γλόσα μας φτάνουν να γραφτούν με τα ήκοση τρήα γράματα του αλφαβήτου μας. Κε ακόλουθος όλες αφτές η φονές έχουν τα παραστατικά τους σημάδια, ή από ένα ψήφη μόνο, ή από διο, ή κε περισότερα. Αφτά τα ψηφία, τα παραστατηκά σημάδια κάθε φονής σε μια λέξη βαλμένα, κι αραδιασμένα κατά την τάξη, όπου έρχετε το καθένα, γράφουν, κε παραστένουν καθαρά αφτή τη λέξη κατά πός την προφέρομε κιόλα.
Ένας παρόμιος αραδιασμός αφτόν τον ψηφίον, όπου παραστένουν από μια φονή, μας δήνη κε ταχτηκό γράψημο, ή την ορθογραφήα, στη γλόσα μας. Κε ορθογράφομε εκήνο, όπου θέλομε, αν τα βάλομε στο γράψημό μας τα παραστατηκά σημάδια τον φονόν, όπου έχη κάθε λέξη. Κάθε περήσιο, ή άλο ψήφη από το καθολικό, ή οληγότερο από τα χρηαζόμενα σε κάθε λέξη κάνουν το γράψημο ανορθόγραφο, αλόφονο, ανεσοστό, κε εξανάγγης κακογραμένο, κε βάρβαρο, αφορμής όπου δεν παραστένη πλιο τη λέξη σοστά, καθός την προφέρομε κιόλα, ή την παραστένη σε τρόπο, όπου διαβάζοντάς τη την καταλαβένομε άχαμνα, κε μας ξηπνάι άχαμνη, κε στραβή ηδέα στο νούμας.
Αποδήχνετε ληπόν φος φανερό από τα ηπόμενα, πος ορθογραφήα ονομάζετε ο τρόπος, όπου αναίφερα για να γράφομε. όπιον άλον τρόπο μεταχηρηστούμε, ήνε ανορθογραφήα. Κε τούτα φτάνουν για όσους θέλουν να ορθογραφούν κε να ορθοδιαβάζουν στη ρομεηκή γλόσα.
Η ρωμέικη γλώσσα, Εκδόσεις Κουλτούρα 1814, Σσ.5-11, 209-210, Πρώτη Έκδοση Έργου:1814
www.potheg.gr