| | Κώστας Βάρναλης | |
| | Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| | | | in excelsis
Αριθμός μηνυμάτων : 160 Registration date : 16/09/2008
| Θέμα: Απ: Κώστας Βάρναλης 19.03.10 20:08 | |
| Πρόλογος «Στὸ φῶς ποὺ καίει» Νὰ σ᾿ ἀγναντεύω, θάλασσα, νὰ μὴ χορταίνω ἀπ᾿ τὸ βουνὸ ψηλὰ στρωτὴ καὶ καταγάλανη καὶ μέσα νὰ πλουταίνω ἀπ᾿ τὰ μαλάματά σου τὰ πολλά. Νά ῾ναι χινοπωριάτικον ἀπομεσήμερο, ὄντας μετ᾿ ἄξαφνη νεροποντὴ χυμάει μὲς ἀπ᾿ τὰ σύνεφα θαμπωτικὰ γελώντας ἥλιος χωρὶς μαντύ. Νὰ ταξιδεύουν στὸν ἀγέρα τὰ νησάκια, οἱ κάβοι, τ᾿ ἀκρόγιαλα σὰ μεταξένιοι ἀχνοὶ καὶ μὲ τοὺς γλάρους συνοδιὰ κάποτ᾿ ἕνα καράβι ν᾿ ἀνοίγουν νὰ τὸ παίρνουν οἱ οὐρανοί. Ξανανιωμένα ἀπ᾿ τὸ λουτρὸ νὰ ροβολᾶνε κάτου τὴν κόκκινη πλαγιὰ χορευτικὰ τὰ πεῦκα, τὰ χρυσόπευκα, κι᾿ ἀνθὸς τοῦ μαλαμάτου νὰ στάζουν τὰ μαλλιά τους τὰ μυριστικά. Κι᾿ ἀντάμα τους νὰ σέρνουνε στὸ φωτεινὸ χορό τους ὡς μέσα στὸ νερὸ τὰ ἐρημικὰ χιονόσπιτα-κι᾿ αὐτὰ μὲς στ᾿ ὄνειρό τους νὰ τραγουδᾶνε, ἀξύπνητα καιρό. Ἔτσι νὰ στέκω, θάλασσα, παντοτεινὲ ἔρωτά μου μὲ μάτια νὰ σὲ χαίρομαι θολὰ καὶ νά ῾ναι τὰ μελλούμενα στὴν ἅπλα σου μπροστά μου, πίσω κι᾿ ἀλάργα βάσανα πολλά. Ὡς νὰ μὲ πάρεις κάποτε, μαργιόλα σύ, στοὺς κόρφους σου ἀψηλά τους ἀνθισμένους καὶ νὰ μὲ πᾶς πολὺ μακρυὰ ἀπ᾿ τὴ μαύρη τούτη Κόλαση, μακρυὰ πολὺ κι᾿ ἀπὸ τοὺς μαύρους κολασμένους .... | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Κώστας Βάρναλης 21.03.10 13:24 | |
| Η Μπαλάντα του κυρ-Mέντιου
Δε λυγάνε τα ξεράδια και πονάνε τα ρημάδια! Kούτσα μια και κούτσα δυο, της ζωής το ρημαδιό.
Mεροδούλι, ξενοδούλι! Δέρναν ούλοι: αφέντες, δούλοι· ούλοι: δούλοι, αφεντικό και μ' αφήναν νηστικό.
Tα παιδιά, τα καλοπαίδια, παραβγαίνανε στην παίδεια, 10 με κοτρώνια στα ψαχνά, φούχτες μύγα στ' αχαμνά!
Aνωχώρι, Kατωχώρι, ανηφόρι, κατηφόρι και με κάμα και βροχή, ώσπου μού βγαινε η ψυχή.
Eίκοσι χρονώ γομάρι σήκωσα όλο το νταμάρι κ' έχτισα, στην εμπασιά του χωριού, την εκκλησιά. 20
Kαι ζεβγάρι με το βόδι (άλλο μπόι κι άλλο πόδι) όργωνα στα ρέματα τ' αφεντός τα στρέμματα.
Kαι στον πόλεμ' "όλα για όλα" κουβαλούσα πολυβόλα να σκοτώνονται οι λαοί για τ' αφέντη το φαΐ.
Kαι γι' αφτόνε τον ερίφη εκουβάλησα τη νύφη 30 και την προίκα της βουνό, την τιμή της ουρανό!
Aλλ' εμένα σε μια σφήνα μ' έδεναν το Mάη το μήνα στο χωράφι το γυμνό να γκαρίζω, να θρηνώ.
Kι ο παπάς με την κοιλιά του μ' έπαιρνε για τη δουλειά του και μου μίλαε κουνιστός: ― Σε καβάλησε ο Xριστός! 40
Δούλεβε για να στουμπώσει όλ' η Xώρα κ' οι Kαμπόσοι. Mη ρωτάς το πώς και τί, να ζητάς την αρετή!
― Δε βαστάω! Θα πέσω κάπου! ― Nτράπου! Tις προγόνοι ντράπου! ― Aντραλίζομαι!... Πεινώ!... ― Σουτ! Θα φας στον ουρανό!
K' έλεα: όταν μιαν ημέρα παρασφίξουνε τα γέρα, 50 θα ξεκουραστώ κ' εγώ, του θεού τ' αβασταγό!
Όχι ξύλο! Φόρτωμα όχι! Θα μου δώσουνε μια κόχη, λίγο πιόμα και σανό, σύνταξη τόσω χρονώ!
Kι όταν ένα καλό βράδι θα τελειώσει μου το λάδι κι αμολήσω την πνοή (ένα πουφ! είν' η ζωή), 60
η ψυχή μου θενά δράμει στη ζεστή αγκαλιά τ' Aβράμη, τ' άσπρα, τ' αχερένια του να φιλάει τα γένια του!...
Γέρασα κι ως δε φελούσα κι αχαΐρευτος κυλούσα, με πετάξανε μακριά να με φάνε τα θεριά.
Kωλοσούρθηκα και βρίσκω στη σπηλιά τον ¶η Φραγκίσκο: 70 -"Xαίρε φως αληθινόν και προστάτη των κτηνών!
Σώσε το γέρο κυρ Mέντη απ' την αδικιά τ' αφέντη συ που δίδαξες αρνί τον κυρ λύκο να γενεί!
Tο σκληρόν αφέντη κάνε από λύκο άνθρωπο κάνε!..." Mα με την κουβέντ' αφτή πόρτα μού κλεισε κι αφτί. 80
Tότενες το μάβρο φίδι το διπλό του το γλωσσίδι πίσου από την αστοιβιά βγάζει και κουνάει με βια:
― "Φως ζητάνε τα χαϊβάνια κ' οι ραγιάδες απ' τα ουράνια, μα θεοί κι οξαποδώ κει δεν είναι παρά δω.
Aν το δίκιο θες, καλέ μου, με το δίκιο του πολέμου 90 θα το βρείς. Oπού ποθεί λεφτεριά, παίρνει σπαθί.
Mη χτυπάς τον αδερφό σου - τον αφέντη τον κουφό σου! Kαι στον ίδρο το δικό γίνε συ τ' αφεντικό.
Xάιντε θύμα, χάιντε ψώνιο, χάιντε Σύμβολον αιώνιο! Aν ξυπνήσεις, μονομιάς θά ρτει ανάποδα ο ντουνιάς. 100
Kοίτα! Oι άλλοι έχουν κινήσει κ' έχ' η πλάση κοκκινήσει κι άλλος ήλιος έχει βγει σ' άλλη θάλασσ', άλλη γη".
(από τα Ποιητικά, O Kέδρος 1956)
Έχει επεξεργασθεί από τον/την Admin στις 13.09.10 8:37, 1 φορά | |
| | | in excelsis
Αριθμός μηνυμάτων : 160 Registration date : 16/09/2008
| Θέμα: Απ: Κώστας Βάρναλης 12.09.10 18:25 | |
| ΠΩΣ ΜΑΣ ΘΕΛΕΙ
Η «ΑΛΗΘΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑ»
Να μην ακούω και να μη βλέπω να πατώ. Να μη νογάω και να' χω το στόμα βουλωτό. Να μη με φαρμακών' η μπόχα του καιρού μου. Χωρίς αυτιά και μάτια, μύτη και μυαλό, μουγκός να πηαίνω, όποτε μου 'ρθει, προς νερού μου, κι άμα τσινάει ο Γάιδαρος να μη γελώ. Και σα με καρυδώνουνε μουνούχο σκλάβο οι Αμερικάνοι, εγώ να βλαστημάω το Σλάβο.
| |
| | | in excelsis
Αριθμός μηνυμάτων : 160 Registration date : 16/09/2008
| Θέμα: Απ: Κώστας Βάρναλης 07.10.10 9:06 | |
| Τὸ ἀηδόνι
Μάννα, ζεστὴ ἀγουροξυπνᾷς μέσα σὲ χίλια ἀρώματα, φῶτα πολλὰ καὶ χρώματα καὶ μοναχὰ ἀπ᾿ τὸ γγίμα τ᾿ ἀγέρα δένουν μέσα σου κόσμοι καὶ κόσμοι χύμα!
Ἐρωτοφύσημα κι᾿ ἐγὼ τὸ λαμπερό σου φλούδι τὸ σπάω μὲ τὸ τραγούδι, ποὺ τὴν ἁπλὴ χαρά μου ὑψώνει στὰ μεσούρανα πλέον ἄξια ἀπ᾿ τὰ φτερά μου.
Μες᾿ στ᾿ ἄνθη τῆς ροδακινιᾶς, στῆς λεύκας τὴν κορφή, ὅπου ἤσκιωμα βαθὺ κι᾿ ὅπου κρύες βρυσοῦλες πάω τῆς καρδιᾶς μου καὶ μετράω λαχτάρες καὶ τρεμοῦλες.
Μ᾿ ἀστροφεγγιὲς ὁλόβαθες, τριανταφυλλιὰ χαράματα, μὲ φεγγαρομαλάματα κι᾿ ὅταν σιγὰ κι᾿ ἀγάλι βρέχει οὐρανὸς σὲ μιὰ μεριὰ κι᾿ ἠλιοφωτάει στὴν ἄλλη,
τοῦ λαρυγγιοῦ δονῶ ἀψηλά τη φουσκωμένη φλέβα κι᾿ ἀνέβα ὁ ἀχὸς ἀνέβα ὅλο καὶ πιὸ μεστώνει καὶ τὸν ἀγέρα, ξέχειλον ἀπὸ ἡδονές, ματώνει.
Κι᾿ ὅταν σωπάσῃ μου ἡ καρδιὰ καὶ τὸ λαρύγγι σπάσῃ, στὴ μαγεμένη πλάση καὶ στὴν καρδιά, ποὺ νιώθει, καιρὸ βαστᾷ ὁ ἀντίλαλος, καιρὸ πονᾶνε οἱ πόθοι.
Ὤ! δὲ θαμπώνει τὴ λαλιά μου θανάτου φοβέρα : γῆς καὶ νεροῦ κι᾿ ἀγέρα δὲν ξέρουνε τὰ γένη, πὼς ὅ,τι ζεῖ καὶ χαίρεται, σύντομ᾿ ἀργὰ πεθαίνει.
Ὁ χορτασμένος ἔρωτας, τῆς ζωῆς οἱ γλυκάδες, τῆς πλάσης οἱ ὀμορφάδες ἔτσι βαθιά με ὁρίζουν, ποὺ τῆς καρδιᾶς τὸ ξέσπασμα λυγμό μου τὸ γυρίζουν!
| |
| | | in excelsis
Αριθμός μηνυμάτων : 160 Registration date : 16/09/2008
| Θέμα: Απ: Κώστας Βάρναλης 03.02.11 19:49 | |
|
Η ΠΟΡΝΗ
Κι αν όλοι σβήσουνε οι αχοί σε δάση και σε θάλασσες
και στων ανθρώπων τις καρδιές,
το γέλιο μου, που σφυριχτό ή βραχνό, βαθυά ξεσπάει
σαν τον αγέρα του χινόπωρου
μέσα στα κρύα και γυμνωμένα δάσα,
πάνω στα μαύρα κύματα και μες τα μαύρα ξάρτια,
όλη θα γέμει τη ζωή με το φαρμάκι του!
Δεν είναι γέλιο της χαράς
ή της καρδιάς, πόΆχει το χρέος της κάνει·
είναι το γέλιο της ασύνειδης ταπείνωσης,
που δε μπορεί άλλο να ταπεινωθεί,
είναι το ηδονικό άστραμμα του Μίσους,
που δεν μπορεί να εκδικηθεί!
Δεν είνΆ τΆ Ωραίο, που τυραγνά
τη μαύρη σκοτεινή ανθρωπότη
στον ξύπνο και τα ονείρατά της!
Δεν είναι η Ιδέα, που ξάφνου αστράβει
βαθυά στα ποιητικά μελίγγια,
κΆ ένα φτερό ασκημένο και καλό
σε μια στιγμή βλοημένη,
τη σταματάει σε χρώμα, σε πηλό ή σε λόγο
για να οδηγάει και να φωτάει
ανθίζοντας στων ουρανών και στων ψυχών τα σκότη.
(Χωρίς επίθετο όνομα, Ελένη, Ελένη!
που όλη αντηχάς πολέμου αντάρα
δοξαριού βρόντημα ζεστό,
κονταριών τσακίσματα, γκρεμίσματα αλόγων
μέσα σε κουρνιαχτό πνιχτό.
Ω! εσύ αφριστό, θολό ποτάμι
από πηγμένον, αχνιστόν ή σάπιον αίμα.
Ελένη! Ελένη! εσύ χαμέ αδερφών, αντρών και πατεράδων
και τάφε μακρυνέ κι' άκλαυτε τάφε
σε τόπο μακρυνό, εχθρικό και ξένο.
Ω! πρώτη εσύ Γυναίκα, Πόρνη πρώτη,
μες την αυγή του Νου και της Ζωής
γαλάζιο φως του Ονείρου και του Ιδανικού,
πλάσμα του Ενού και των Πολλών,
η δύναμή σου, ως πέρασες στη Φαντασιά,
την εδικιά μου Δε θα παραβγεί,
τη ζωντανή εδικιά μου δύναμη,
της Πόρνης της αληθινής!)
Αυτός ο κόρφος ο ζεστός,
οπού φουσκώνει ορθός, στητός, μικρούλης ή γεμάτος,
ολόφωτος ή σκοτεινός·
η γάμπα ετούτη μου, αλαφριά,
ψιλόλιγνη κι αφροχυμένη,
γλυκειά στο γγίξιμο σαν το κορμί του γλάρου,
ωσάν θαμπό συντέφι ή κόκκινη σκουριά σιδέρου·
τΆ αφάλι ετούτο βαθουλό σε μια κοιλιά κρουστή
ή σε κοιλιά θλιμμένη,
με την ελιά στην κλείδωσή της·
και τούτο, ω, τούτο τΆ αποκοίλι
ακρόνοιχτο τριαντάφυλλον ή γινωμένο σύκο·
και τούτος ο βυθός ο σκότεινος,
ο σκοτεινότερος βυθός μέσα στης Γης τα σκότη και τα βάθη,
ζεστός καθώς ο βίαιος θάνατος,
Πηγή ζωής, Πηγή θανάτου,
είναι της ανθρωπότης η τυράννια
της σκοτεινής και μαύρης ανθρωπότης!
(Αρχίζει να χορεύει)
Απάνω απΆ όλα η Μοίρα μου είναι!
Καθώς χτυπώ τα παλαμάκια
και γέρνω πίσω το κεφάλι,
κλειώντας τα μάτια κουρασμένα,
μάτια μολύβι απΆ τις αγρύπνιες,
και γυαλωμένα απΆ τις αρρώστιες,
ανοιώ τα μπράτσα ωσάν δοξάρι
και του υψωμένου μου ποδιού τη μύτη
χτυπάω μΆ ανάστροφα δαχτύλια
και με λαρύγγι ξεφωνώ ραϊσμένο:
«Δεν είμΆ εγώ μια ανθρώπινη ζωή,
ούτε μια θηλυκιά κατάρα!
Είμαι η Γυναίκα – Σύμβολο,
η Σφίγγα κΆ η Μαγδαληνή,
γεμάτη όλα τα ονόματα κιΆ όλες τις μοίρες
όλες τις ψυχές και τις καρδιές
όλα τα ψέματα και τις αλήθειες·
είμαι όλη εγώ η Ζωή, όλη η Ανθρωπότη,
η σκοτεινή καματερή Ανθρωπότη!»
Εγώ μαι η Πολιτεία των Δυνατών
η Πολιτεία των Λίγων των Κηφήνων,
της Αδικιάς, της Βίας η Πολιτεία
και της Ψευτιάς!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα,
πόχω τον πόλεμο θεμέλιο,
της ευτυχίας των δυνατών θεμέλιο,
για να μπορούν να χαίρονται, γινόμενοι πιο δυνατοί
και πιο σκληροί,
πιο αχρείοι,
τις αδερφές, τις μάννες των «ηρώων»
μαζί με το αίμα των «ηρώων»!
Εγώ μαι η ιερή Πατρίδα
οπού με την ειρήνη θανατώνω
την ψυχή και το πνέμα των ανθρώπων,
σκεπάζοντάς τους με σκοτάδια και κουρέλια
και δίνοντάς τους λίγες λέξεις,
να ζουν ονειρευάμενοι τις λέξεις
και να πεθαίνουνε για λέξεις!
Είμαι η ιερή Πατρίδα, που διδάχνω
το μίσος, την κλοπή, το φόνο,
σειώντας ένα πανί χρωματιστό,
μπροστά στα μάτια, που τυφλώνω τα με χίλιους τρόπους.
Είμαι η Θρησκεία, που φανερώνω
τη Θέληση των ουρανών
στα πλήθη που δεν έχουν θέληση,
γιατί δεν έχουν γνώση.
Είμαι η Θρησκεία, που ευλογάει
τους χρυσούς, τους επίσημους φονιάδες,
που λάμπουν από λίπος κι από ακαματιά
κΆ έχουν τα μάτια του πετρίτη
που από το πιο μεγάλο ψήλος
βρίσκουν το πιο βαθιά κρυμμένο κέρδος.
Είμαι η Θρησκεία, που καταριέται
τα θύματα, τα θύματά της,
και που, όσο αρνιόνται, τόσο τα βυθίζει
μες την τρομάρα αιώνιας ποινής
πάνω στη Γη και κάτου από το Χώμα!
Εγώ μαι η Τέχνη του Απολύτου,
του έξω καιρού και τόπου η Υέχνη,
χωρίς σκοπό και δίχως όφελο.
Εγώ μαι η Τέχνη της Μορφής,
των λέξεων, των ρυθμών, του αισθήματος,
του υποκειμενισμού, των αντιφάσεων
της Ηδονής!
Εγώ μαι ο αριστοκράτης Στίχος,
η Κεντρική όψη της Ζωής,
των υπερκόσμιων ψιθύρων Ακοή,
πούχασα την αφή της Ζωής
που αλλάζει κύκλους, νόημα και σκοπό
με τους καιρούς.
Εγώ μαι η Τέχνη, που χωρίζω,
αντίς να ενώνω τους ανθρώπους,
και που ανασταίνω μέσα από τους τάφους
παλιές ιδέες, πόχουν πεθάνει,
χτυπώντας τα φτερά του πνεύματος
οπίσω, οπίσω, οπίσω,
σκοτώνοντας τη ζωή και τη λαχτάρα της
για Φως, για Λευτεριά, γιΆ Ανέβασμα!
Εγώ μαι η Τέχνη των μωρών, των τσαρλατάνων,
η Τέχνη των μοιχών και των ευνούχων,
η πουλημένη, η ατιμασμένη,
του Μπαρρές, του Κλωντέλ και του ντ' Αννούντσιο.
Είμαι «η Φλογέρα» εγώ «του Βασιλιά»
και «το Πάσχα των Ελλήνων!»
«Η Πόρνη» από την πρώτη έκδοση (Δήμου Τανάλια, Το φως που καίει, Αλεξάνδρεια 1922). | |
| | | | Κώστας Βάρναλης | |
|
Παρόμοια θέματα | |
|
Παρόμοια θέματα | |
| |
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |