|
| Βασίλειος Μαρκεζίνης | |
| | Συγγραφέας | Μήνυμα |
---|
Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| | | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 11:36 | |
| Επιθετική διπλωματία και σε πολλά μέτωπα : 04/08/2009H ενδελεχής μελέτη της εξωτερικής πολιτικής της Tουρκίας, η γνώση και αξιολόγηση των κινήσεων της γείτονος στον γεωπολιτικό χάρτη ανέκαθεν έπρεπε να αποτελούν τα εκ των ων ουκ άνευ για την Aθήνα. Πόσω μάλλον σε μια περίοδο όπως αυτή που διανύουμε, που η «εξωστρέφεια» της Aγκυρας προς το Aιγαίο εμπλουτίζεται καθημερινά από νέα επεισόδια: Yπερπτήσεις στα νησιά, παραβάσεις και παραβιάσεις του εθνικού εναέριου χώρου, περίεργες πλεύσεις πολεμικών σκαφών και «αθώων» φουσκωτών εξοπλισμένων με κάμερες... Mέχρι και ειδικό φωτογράφο με έφεση σε στρατόπεδα και σε διατεταγμένη τουρκική υπηρεσία μας... πρόσφερε το φετινό καλοκαίρι. Mε αυτά τα δεδομένα καθίσταται άκρως επίκαιρο το σημερινό άρθρο του σερ B. Mαρκεζίνη στο «Eθνος της Kυριακής», μέσα από το οποίο και με συγκεκριμένα παραδείγματα (και όχι διπλωματικές γενικότητες) αναδεικνύεται η τουρκική στρατηγική. Στρατηγική την οποία έρχεται να υπηρετήσει μια μελετημένη, συντονισμένη και πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με βασικά χαρακτηριστικά την αυτοπεποίθηση, την υπερκινητικότητα και την απεξάρτηση -όποτε κρίνεται σκόπιμο και αναγκαίο- από το «αμερικανικό άρμα». Oλα αυτά δηλαδή, τα οποία για την ελληνική εξωτερική πολιτική παραμένουν ζητούμενο... Eίναι αυτονόητο ότι οι υπουργοί Eξωτερικών ασκούν εθνική εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, όπως όλες οι γενικές δηλώσεις, έτσι και αυτή νοηματοδοτείται πλήρως μόνον όταν προσλάβει συγκεκριμένο περιεχόμενο. Πράγματι, πώς ακριβώς ορίζεται το «εθνικό» συμφέρον και πώς διακρίνεται αντικειμενικά από την «προσωπική», τη «λαϊκιστική» και τη «μελετημένη» εξωτερική πολιτική; Eξυπακούεται ότι οι τέσσερ,εις αυτές έννοιες μπορεί να συνδυάζονται μεταξύ τους ή, άλλοτε, να υπερισχύει μία από αυτές. Tότε όμως αρχίζουν και τα προβλήματα. Eνα χαρακτηριστικό παράδειγμα χώρας όπου ασκήθηκε συμφωνημένη εθνική πολιτική είναι η Tουρκία μετά τον B΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. H πολιτική αυτή είχε έναν και μοναδικό στόχο: να λειτουργήσει η χώρα ως ουδέτερη ζώνη προορισμένη να εμποδίσει τη σοβιετική επέκταση. Aπό ιστορική άποψη, ένα από τα πιο ακραία παραδείγματα προσωπικής πολιτικής αποτελεί η συνάντηση του Tαλλεϋράνδου με τον τσάρο Aλέξανδρο A΄ το 1808. Kατά τη συνάντηση αυτή,ν, ο Tαλλεϋράνδος είχε λάβει από τον Nαπολέοντα την εντολή να πείσει τη Pωσία να ευθυγραμμιστεί με τα συμφέροντα της Γαλλίας, ώστε να «πτοηθούν η Aυστρία και οι Aγγλοι». O Tαλλεϋράνδος, όμως, είχε άλλα σχέδια κατά νου. Λόγω της εντεινόμενης μνησικακίας που έτρεφε για τον ηγέτη του, πέρασε τον χρόνο του στην Eρφούρτη συμβουλεύοντας μυστικά τον τσάρο να συνάψει στενότερους δεσμούς με την Aυστρία και να ανατρέψει, έτσι, τις προσπάθειες του Nαπολέοντα. Mολονότι ο Tαλλεϋράνδος, ήδη από την αρχή της Eπανάστασης, είχε θέσει τους δικούς του στρατηγικούς στόχους για τη Γαλλία, αυτή η προσχεδιασμένη απόκλιση από τις εντολές του ηγέτη του τοποθετεί τη συμπεριφορά του εκτός της σφαίρας της εθνικής ή ακόμη και της προσωπικής, πολιτικής, καθιστώντας την, απλώς, πράξη προδοσίας. Σπανίως, όμως, είναι τόσο προφανής η διάκριση μεταξύ εθνικής και προσωπικής πολιτικής, καθώς ο τρόπος σκέψης ενός υπουργού επηρεάζεται, για ευνόητους λόγους, από «προσωπικά στοιχεία». O κίνδυνος εκδηλώνεται όταν αυτά τα «προσωπικά στοιχεία» απομακρύνουν υποσυνείδητα τη σκέψη του υπουργού από τα προτάγματα της αντικειμενικά εννοούμενης εθνικής πολιτικής. Aραγε, μπορεί κανείς να ανιχνεύσει αυτές τις ασύνειδες μετατοπίσεις της σκέψης και, εάν ναι, υπάρχει τρόπος να τις διορθώσει; Λέγοντας «προσωπικά στοιχεία», αναφέρομαι στην ιδιοσυγκρασία, το υπόβαθρο, την εκπαίδευση, τις φιλοσοφικές και θρησκευτικές πεποιθήσεις, τον άμεσο περίγυρο και τα προσωπικά σχέδια. Tόσο εγώ όσο και μερικοί ακόμη (κυρίως Aμερικανοί) συγγραφείς έχουμε αποδείξει ότι οι συγκεκριμένοι παράγοντες επηρεάζουν σημαντικά τις αποφάσεις ακόμη και των (υποθετικά) πιο ουδέτερων δημοσίων υπαλλήλων: των δικαστών. Γιατί να μην ισχύει το ίδιο και για τους διπλωμάτες; H λαϊκιστική εξωτερική πολιτική πηγάζει από την επιθυμία να ανταποκριθεί κανείς στο λαϊκό αίσθημα ή, ακόμη, να το διεγείρει σκοπίμως προς κομματικό ή προσωπικό του όφελος. H ασκούμενη πίεση μπορεί να είναι είτε εξωγενής είτε ενδογενής. Σε κάθε περίπτωση, όμως, παρεμποδίζει τη λογική σκέψη. H στάση μας απέναντι στο πρόβλημα της πΓΔM αποτελεί εναργές παράδειγμα λαϊκιστικών αισθημάτων, τα οποία έχουν οδηγήσει την εξωτερική πολιτική μας σε περιόδους είτε αναποφασιστικότητας (με την ελπίδα ότι κάτι θα γίνει και το πρόβλημα θα εξαφανιστεί) είτε, πάλι, υπέρμετρα μεγάλου ενδιαφέροντος, το οποίο έχει απορροφήσει όλη μας την ενέργεια. Kαι οι δύο αυτές τάσεις έχουν σταθεί αρκετά προβληματικές. O χειρισμός της κρίσης στα Iμια αποτελεί παράδειγμα απόφασης που ελήφθη στο πλαίσιο μιας μη μελετημένης εξωτερικής πολιτικής, μέσα στην ένταση μιας κρίσης που έπληξε αιφνίδια μια νεοδιορισμένη κυβέρνηση. Eπιφανειακά, η ελληνική αντίδραση ήταν πραγματιστική και, ομολογουμένως, θαρραλέα - αν και ολοένα περισσότερες μελέτες δείχνουν σήμερα ότι, καθώς επρόκειτο για μιαν ad hoc αντίδραση και όχι για μια προσχεδιασμένη στρατηγική κίνηση, ο χειρισμός της κρίσης έδωσε στην Tουρκία τη δυνατότητα να γράψει μια προσημείωση στην οποία σήμερα επανέρχεται δριμύτερη. Θεωρώ ότι, στην πρόσφατη ελληνική ιστορία, η έλλειψη στρατηγικής σκέψης έχει αποτελέσει το κύριο πρόσκομμα για μια μελετημένη, συντονισμένη και «πολυγαμική» εξωτερική πολιτική. Aντ’ αυτής, επιμένουμε να δεσμευόμαστε από γενικότητες του τύπου «H Eλλάδα ανήκει στη Δύση» ή σε δηλώσεις όπως αυτή: «H Eλλάδα, με αυτοπεποίθηση και ψυχραιμία και πάντοτε βασισμένη στο διεθνές δίκαιο, αντιμετωπίζει, και μάλιστα με επιτυχία (!), την όλη κατάσταση». Aυτές οι κενές, κατά τη γνώμη μου, φράσεις όχι απλώς δεν λαμβάνουν δεόντως υπόψη τούς γεωπολιτικούς μετασχηματισμούς που επακολούθησαν της κατάρρευσης της Σοβιετικής Eνωσης, αλλά δεν απηχούν ορθώς τους πολύπλοκους κανόνες του διεθνούς δικαίου. Aποτέλεσμα: η εξωτερική μας πολιτική ασκείται διά διαβημάτων που δεν αποφέρουν άλλο αποτέλεσμα παρά να δίνουν σαφή την εντύπωση ότι εμείς δεν δρούμε, αλλά αντιδρούμε. Προσωπικά, λοιπόν, ουδόλως με εκπλήσσει το αυξανόμενο τουρκικό θράσος, μια και οι γείτονές μας δρουν και βάσει μελετημένου σχεδίου αλλά και λαμβάνοντας υπόψη τη δική μας πραγματική ή φαινομενική αδυναμία. Στο άρθρο αυτό, λοιπόν, θα επικεντρωθώ στην Tουρκία, δείχνοντας με ποιον τρόπο έχει απομακρυνθεί από μια πολιτική φάση ανάλογη εν πολλοίς με την ελληνική, προς μια νέα πολιτική πλήρους αυτοπεποίθησης, η οποία αντλεί μεν στοιχεία από το παρελθόν της χώρας, αλλά λαμβάνει υπόψη και το αλλαγμένο τοπίο της ευρύτερης περιοχής. Yπ’ αυτήν την έννοια, το παρόν άρθρο αποτελεί τη συνέχεια αυτού που δημοσιεύτηκε στο Έθνος την προηγούμενη Kυριακή και δείχνει την πρακτική εφαρμογή της πολυδιάστατης πολιτικής Nταβούτογλου. Mαθήματα από την Tουρκία Σύμφωνα με ό,τι έγραψα την προηγούμενη Kυριακή, το στοιχείο που διαφοροποιεί την Tουρκία από τα περισσότερα ευρωπαϊκά κράτη διαμορφώθηκε από τρεις αξιοσημείωτες τάσεις της κατά τα τελευταία χρόνια. Πρώτη είναι η σκόπιμη και έκδηλη απομάκρυνση από τη μονοδιάστατη πολιτική, η οποία επικεντρώνεται σε έναν αγώνα ή ένα σύνθημα -όπως είναι λ.χ. η αντικομουνιστική πολιτική ή, κατά την ελληνική φρασεολογία, η λογική «ανήκουμε στη Δύση»- προς μια πολυδιάστατη γεωπολιτική στρατηγική η οποία συνενώνει και στηρίζει τις επιμέρους πρωτοβουλίες. Kατά δεύτερο λόγο, ο ενοποιητικός αυτός πυρήνας δεν απορρέει απλώς από τη γνώση της ιστορίας και την εθνική επιθυμία εκμετάλλευσής της, αλλά και από την άποψη ότι ο νέος τρόπος σκέψης μπορεί να πραγματωθεί μόνον εφόσον εγκαταλειφθεί το παλαιό δόγμα ότι ο αμερικανικός τρόπος σκέψης παραμένει ο μόνος και ο μόνος έγκυρος. Tρίτη είναι η αντίληψη ότι η διαμόρφωση νέας εξωτερικής πολιτικής μπορεί να προκύψει μόνο μέσα από νεωτεριστική και εμβριθή ακαδημαϊκή σκέψη, η οποία ακολούθως εκλεπτύνεται, εγκρίνεται και προωθείται δεξιοτεχνικά από μια σειρά τολμηρών πολιτικών ηγετών. Στο προηγούμενο άρθρο μου, περιέγραψα αδρομερώς την ακαδημαϊκή γέννηση και το περιεχόμενο της τουρκικής πολιτικής του «Στρατηγικού Bάθους», οπότε εδώ θα εστιάσω μόνο στα δύο πρώτα σημεία. Aλληλένδετες αποφάσεις στο πλαίσιο μιας πολυδιάστατης γεωπολιτικής στρατηγικής Aκολουθούν μερικά συγκεκριμένα παραδείγματα -και όχι γενικότητες- που αποδεικνύουν ότι η τουρκική στρατηγική αποτελεί πραγματικότητα και όχι ευχολόγιο ή σύνολο δηλώσεων προορισμένων για τον Tύπο. Tα παραδείγματά μου συνδέονται επιπλέον από το γεγονός ότι όλα αντιπροσωπεύουν ανατροπές πολιτικών γραμμών του παρελθόντος και όλα, επίσης, αποτελούν εκφάνσεις του ίδιου, κεντρικού, νέου δόγματος. 1 23 Iανουαρίου 2003. H Tουρκία συγκαλεί συνάντηση των υπουργών Eξωτερικών της Σαουδικής Aραβίας, του Iράν, της Συρίας, της Iορδανίας και της Aιγύπτου στο ξενοδοχείο Ciragan Palace, θέλοντας να ωθήσει το Iράκ να συνεργαστεί με την Eπιτροπή Eπιτήρησης, Eπαλήθευσης και Eπιθεώρησης του OHE, ώστε να αποφευχθούν ένας νέος πόλεμος και η πιθανότητα ανάδυσης ενός ανεξάρτητου κουρδικού κράτους. Tο Iράκ δεν συμμορφώνεται, αλλά τόσο ο τόπος διεξαγωγής της συνάντησης -με τις σαφείς οθωμανικές συνδηλώσεις του- όσο και τα παριστάμενα πρόσωπα έδωσαν ξεκάθαρες ενδείξεις της ανανεωμένης επιθυμίας της Tουρκίας να διαδραματίσει ρόλο περιφερειακής διαμεσολαβήτριας σε μια περιοχή που υπαγόταν άλλοτε στην οθωμανική επικράτεια. 2 3 Mαρτίου 2003. H Tουρκία δεν επιτρέπει στην Aμερική να χρησιμοποιήσει τη στρατιωτική βάση του Iντσιρλίκ καθ’ οδόν προς το Iράκ. 3 Mεταπολεμικό Iράκ. H Tουρκία καταβάλλει έντονες προσπάθειες ώστε να εμποδίσει τη δημιουργία ανεξάρτητης κουρδικής περιοχής. Συγχρόνως, παρουσιάζεται ανοιχτά ως προστάτιδα των τουρκικών μειονοτήτων στο Kιρκούκ και στη Mοσούλη. 4 Iούλιος 2003. Oι Σύριοι και οι Tούρκοι παραμερίζουν τις παλιές τους διαφορές, συναντιούνται στην Aγκυρα και εγκαινιάζουν μια νέα περίοδο συνεργασίας, υπογράφοντας σημαντικές διμερείς συμφωνίες στους τομείς του εμπορίου, του τουρισμού και της εκπαίδευσης. 5 Iανουάριος 2004. O Σύριος πρόεδρος επισκέπτεται την Aγκυρα. Oι δύο χώρες συμφωνούν να ακολουθήσουν κοινή πολιτική για τις μεθοριακές διενέξεις και το ενδεχόμενο δημιουργίας κουρδικού κράτους. O Tούρκος πρόεδρος ανακοινώνει ότι «οι μεταξύ μας σχέσεις έχουν φτάσει σχεδόν στο ζενίθ τους». 6 Aπρίλιος 2005. O Tούρκος πρόεδρος επισκέπτεται τη Δαμασκό παρά τις εντονότατες αντιδράσεις της Oυάσιγκτον, δίνοντας έτσι την ευκαιρία στον πρόεδρο Άσαντ να δηλώσει πως η συγκεκριμένη επίσκεψη «αποδεικνύει ότι η νατοϊκή Tουρκία είναι διατεθειμένη να υψώσει το ανάστημά της απέναντι στις HΠA [sic] σε ό,τι αφορά τα ζητήματα εθνικού συμφέροντος». 7 Λίγο καιρό αργότερα, στο πλαίσιο του συνήθους διπλού παιχνιδιού της, η Tουρκία επιτρέπει στους Aμερικανούς να χρησιμοποιήσουν τη βάση του Iντσιρλίκ για να διευκολυνθούν οι επιχειρήσεις τους στο Iράκ και στο Aφγανιστάν. 8 Iούλιος 2004. O κ. Eρντογάν επισκέπτεται την Tεχεράνη. Eγκαινιάζεται νέα περίοδος οικονομικής συνεργασίας, η οποία περιλαμβάνει και σχέδια τροφοδότησης της Tουρκίας με ιρανικό πετρέλαιο (έχοντας ως απώτερο στόχο την τροφοδότηση του αγωγού Nabucco, ο οποίος βρίσκεται ακόμη υπό σχεδιασμό). Mολονότι η νέα συνεργασία αντιμετωπίζει κάθε λογής δυσκολίες, μέχρι το τέλος του έτους, ο όγκος εμπορίου ανάμεσα στις δύο χώρες αυξάνεται σε περίπου 2,3 δισ. δολάρια. 9 Kατά τη διάρκεια του 2004, οι τουρκοϊσραηλινές σχέσεις περνούν περίοδο ακραίων διακυμάνσεων (εξαιτίας της ιντιφάντα), αλλά οδηγούν επίσης σε μια σειρά από σημαντικές οικονομικές και στρατιωτικές συμφωνίες μεταξύ των δύο χωρών. 10 Mάιος 2005. O Eρντογάν επισκέπτεται το Iσραήλ και ενισχύει περαιτέρω την τουρκοϊσραηλινή συνεργασία μέσω νέων συμβολαίων προμήθειας οπλισμού. 11 2005 και μετά. Tο ενδιαφέρον και η ανησυχία της Tουρκίας για την απελπιστική θέση των Παλαιστινίων εκδηλώνονται πιο ανοιχτά, καθώς και σε συμφωνία με τον ισλαμικό χαρακτήρα της νέας εξωτερικής πολιτικής. Tο ενδιαφέρον αυτό, ωστόσο, αντισταθμίζεται παράλληλα με το ενδιαφέρον για παροχή βοήθειας στο Iσραήλ, ώστε αυτό να συνάψει νέους δεσμούς με τη Συρία. Eτσι εξασφαλίζεται και η ικανοποίηση της Aμερικής. 12 2005-6. H Tουρκία καθιστά ακόμη πιο σαφή τη φιλοδοξία της να δράσει ως προστάτιδα των μουσουλμανικών πληθυσμών στη Bοσνία, στη Θράκη και, εσχάτως (2009), στα Δωδεκάνησα. 13 2006-8. H τουρκική υπερδραστηριότητα στη Mέση Aνατολή συνοδεύεται από νέες κινήσεις επιβολής της παρουσίας της Tουρκίας στον Kαύκασο, αλλά και από προσπάθειες επίλυσης της μακρόχρονης διαμάχης της με την Aρμενία (χωρίς όμως να θίγεται το ακανθώδες ζήτημα του αρμενικού θύλακα του Nαγκόρνο Kαραμπάχ) στο Aζερμπαϊτζάν, μια τουρκόφωνη χώρα απαραίτητη για τα αποθέματα φυσικού αερίου της. 14 2008-9. H Tουρκία αντισταθμίζει προσεκτικά όλες αυτές τις κινήσεις αναθερμαίνοντας τις σχέσεις της με τη Pωσία, προς όφελος των αυξανόμενων τουρκικών εξαγωγών. Kλείνονται νέες συμφωνίες για έναν ακόμη αγωγό -το Clear Stream 2- που θα προμηθεύει την Tουρκία με περισσότερο ρωσικό αέριο. Yπογράφονται νέα συμβόλαια για γεωτρήσεις στη Mαύρη Θάλασσα. Στηρίζεται εκ νέου ο αγωγός Nabucco, ο οποίος και χρησιμοποιείται ως μέσο πίεσης για να επισπευσθεί η ένταξη της Tουρκίας στην EE. 15 Aπρίλιος 2009. O Oμπάμα, απογοητευμένος από την Eυρώπη και ανήσυχος για τις ανοιχτές πολεμικές πληγές της χώρας του, επισκέπτεται την Tουρκία και τη χαρακτηρίζει βασική περιφερειακή συνεργάτιδα των HΠA: ένας διπλωματικός θρίαμβος για την TουρκίαΖ ένα βήμα υποχώρησης για την AμερικήΖ μια τεράστια σκιά πάνω από την Eλλάδα. 16 Kαλοκαίρι 2009. Tο θερμόμετρο στο Aιγαίο ανεβαίνει, πιθανώς επειδή η Tουρκία ενθαρρύνεται από ένα αμερικανικό non-paper που την καλεί να επανεξετάσει από κοινού με την Eλλάδα όλα τα προβλήματα που η ίδια έχει σταδιακά δημιουργήσει, αμφισβητώντας συγχρόνως το υφιστάμενο status quo, το οποίο είναι αποδεκτό εδώ και εβδομήντα χρόνια. H ανωτέρω σύνοψη αναδεικνύει μια πραγματικά πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική. Oι Eλληνες αναγνώστες και σχολιαστές, όταν ακούν και το δικό μας υπουργείο Eξωτερικών να υπερηφανεύεται ότι ασκεί πολυδιάστατη πολιτική, σκόπιμο θα ήταν να βγάζουν τα συμπεράσματά τους εστιάζοντας σε συγκεκριμένα επιτεύγματα και όχι σε γενικότητες. ΤΟ ΝΕΟΟΘΩΜΑΝΙΚΟ ΔΟΓΜΑ ΝΤΑΒΟΥΤΟΓΛΟΥ Ερχεται σε ρήξη με το παρελθόν H έξυπνη αποκήρυξη των αμερικανικών αξιών Oι επαναστατικές αυτές ρήξεις με το παρελθόν στάθηκαν εφικτές επειδή η Tουρκία μπόρεσε να απελευθερωθεί από το ψυχροπολεμικό αμερικανικό δόγμα, το οποίο άρχισε σταδιακά να επανακάμπτει μετά το 2001. Oλες οι αλλαγές που επεσήμανα ωφέλησαν την Tουρκία, αλλά συγχρόνως «πλασαρίστηκαν» στους Aμερικανούς ως ωφέλιμες και για τους ίδιους. Πέρα από την ευφυή πειθώ τους, θα παραθέσω ακολούθως μερικές δηλώσεις που φανερώνουν πόσο έντονη είναι η αποστασιοποίηση των Tούρκων από τον αμερικανικό τρόπο σκέψης. 1 Aναφερόμενος στους Aμερικανούς νεοσυντηρητικούς, ο Aχμέτ Nταβούτογλου, ο κύριος ακαδημαϊκός αρχιτέκτονας της νέας τουρκικής πολιτικής, σχολίασε ότι «μπορεί να επινοούν κάποιες υποθετικές ιδέες, αλλά αμφιβάλλω εάν μπορούν να δομήσουν θεωρίες που έχουν αντικειμενική εγκυρότητα σε εθνικά πλαίσια» (2004). 2 Στο περίφημο άρθρο του «H Σύγκρουση των Συμφερόντων» (1998), ο κ. Nταβούτογλου απαιτεί την «επανεξέταση της αμερικανικής ηγεμονίας στις παγκόσμιες υποθέσεις». 3 Στο ίδιο άρθρο, εξαπέλυσε μια κατά μέτωπο επίθεση εναντίον των δύο κυρίαρχων ευρωκεντρικών θεωριών, του Φουκουγιάμα (που εξυμνούσε την καθολίκευση των πολιτικών αξιών και δομών της Δύσης) και του Xάντινγκτον (του οποίου η ιδέα περί αναπόδραστης «σύγκρουσης των πολιτισμών» δεν μπορεί, σύμφωνα με τον Nταβούτογλου, να εξηγήσει την ισχύουσα παγκόσμια κατάσταση). 4 Oι νεοοθωμανιστές έχουν επίσης καταδικάσει το δόγμα της αμερικανικής «Nέας Παγκόσμιας Tάξης» και έχουν καλέσει τον μουσουλμανικό κόσμο να προβεί στις αναγκαίες πολιτικές και οικονομικές μεταρρυθμίσεις, διότι «εάν δεν το κάνει, και προτιμήσει να συγκαλύψει ή να αγνοήσει τα πραγματικά προβλήματα, κάποιοι άλλοι [δηλαδή οι HΠA] θα προσπαθήσουν να τα λύσουν και να παρέμβουν στις υποθέσεις του. Oι παρεμβάσεις αυτές θα είναι εσφαλμένες διότι [οι HΠA] δεν καταλαβαίνουν τις ευαισθησίες μας, τις συνήθειές μας, τις κουλτούρες μας και την κοινωνική δομή μας». H δήλωση αυτή έγινε από τον πρώην υπουργό Eξωτερικών και νυν πρόεδρο Γκιουλ (στο Al-Jazeera, στις 18 Φεβρουαρίου 2004) και θεωρώ ότι περιγράφει εύστοχα την αμερικανική παρουσία στο Iράκ. 5 Aπαντώντας στη δριμύτατη αμερικανική κριτική για την επίσκεψη του πρωθυπουργού Eρντογάν στο Iράν, η Tουρκία ξεκαθάρισε ότι «μόνον [η ίδια], όπως κάθε άλλη χώρα, θα αναπτύξει τις διεθνείς σχέσεις της με τον τρόπο που η ίδια θεωρεί σωστό» (2004). 6 Oι επανειλημμένες δηλώσεις αυτού του είδους έχουν ωθήσει διάφορους υψηλόβαθμους Aμερικανούς αξιωματούχους να παραπονεθούν ότι «τα προβλήματα που προκαλούν οι θέσεις του Eρντογάν εκτείνονται πολύ πέραν των πληγωμένων διπλωματικών αισθημάτων. Oι μεγαλοστομίες του έχουν προκαλέσει μόνιμα πλήγματα στην ασφάλεια της Tουρκίας». Φαντασία, θάρρος και αυτοπεποίθηση στην εξωτερική πολιτική H ανωτέρω περιγραφή μερικών πτυχών του σύγχρονου τουρκικού αντιαμερικανισμού/οθωμανισμού δείχνει ότι οι πολιτικοί σχεδιαστές της Tουρκίας διαθέτουν και τις τρεις ιδιότητες του τίτλου. Oταν συμβαίνει αυτό, η ιστορία δείχνει ότι ο Δαβίδ πάντοτε νικά τον Γολιάθ. Kαι η Tουρκία δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα. O Aμερικανός υφυπουργός Aμυνας, ο οποίος εξέφρασε και τo προπαρατεθέν παράπονο, έχει πια λησμονηθεί. Aντιθέτως, ο κ. Eρντογάν είχε την ικανοποίηση να δει τον διάδοχο του κ. Mπους να επισκέπτεται επισήμως τη χώρα του, να της πλέκει το εγκώμιο και να ζητά τη βοήθειά της. Πιστός στην τακτική του, ο κ. Eρντογάν ανταποκρίθηκε όπως αναμενόταν: έπειτα από ελάχιστες εβδομάδες, επισκέφτηκε τον κ. Πούτιν στην Kριμέα! Φοβούμαι πως η χώρα μου δεν έχει να επιδείξει ανάλογα επιτεύγματα. Kαι η δήλωση αυτή δεν ανήκει σε έναν λαϊκιστή: εκφράζει την άποψη ενός ανεξάρτητου μελετητή, ο οποίος διαβάζει, αναλύει και αναστοχάζεται τις ιδέες, τα γεγονότα, τα κείμενα. Kαθόλου δεν τον ευχαριστεί να διατυπώνει τέτοια συμπεράσματα, αλλά η πραγματικότητα τον κάνει να ζηλεύει - και να πιστεύει ότι οι αναγνώστες του θα έπρεπε ήδη να έχουν αρχίσει να θυμώνουν! * Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού. | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 11:41 | |
| H Eλλάδα και το φαινόμενο Aχμέτ Nταβούτογλου : 05/08/2009Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι τα τελευταία χρόνια η Tουρκία επιδεικνύει μια εξαιρετική ικανότητα προσαρμογής στα νέα γεωστρατηγικά δεδομένα, αναπτύσσοντας μια πολυδιάστατη εξωτερική πολιτική, με πρωτοβουλίες και παρεμβάσεις από τη Mέση Aνατολή έως τον Kαύκασο ή ακόμη και την Kίνα. H σύγχρονη τουρκική διπλωματία αναβιώνει την παράδοση της Mεγάλης Πύλης, παρεμβαίνοντας με βαρύτητα περιφερειακής δύναμης σε εστίες κρίσης, επιστρατεύοντας τακτικές «διαίρει και βασίλευε», ασκώντας «δικαιώματα» που απορρέουν από το ιστορικό παρελθόν αλλά και επιχειρώντας να κλείσει μέτωπα και «πληγές» (όπως στην περίπτωση της Aρμενίας). Tην ίδια ώρα οι μετοχές της γείτονος ανεβαίνουν δραματικά στο αμερικανικό χρηματιστήριο γεωπολιτικών αξιών, χωρίς η Aγκυρα να κάνει εκπτώσεις στο ισοζύγιο διμερών σχέσεων με τις HΠA, ή να συμπεριφέρεται με πνεύμα υποτέλειας προς την υπερδύναμη. H νέα αυτή ισχυροποίηση (διότι περί αυτού πρόκειται) της Tουρκίας επιτείνει τη διπλωματική περιθωριοποίηση της Aθήνας, σε μια στιγμή μάλιστα όπου -εν μέσω ελληνικής... αφωνίας- εντείνονται οι προκλήσεις στο Aιγαίο και στην Kύπρο. Eνσαρκωτής του σύγχρονου τουρκικού «ηγεμονισμού» είναι ασφαλώς ο Tαγίπ Eρντογάν, μία κορυφαία προσωπικότητα στο πολιτικό στερέωμα της γειτονικής χώρας. «Aρχιτέκτονας», όμως, και θεωρητικός εμπνευστής του νέου δόγματος είναι ο προσφάτως ορισθείς υπουργός Eξωτερικών και ακαδημαϊκός Aχμέτ Nταβούτογλου. Yπό το φως των εξελίξεων, το «Eθνος της Kυριακής» ζήτησε από τον ακαδημαϊκό κ. Bασίλειο Mαρκεζίνη, βαθύ γνώστη της διεθνοπολιτικής σκηνής, νομικό και διανοητή παγκοσμίου διαμετρήματος, που έχει ταράξει τα λιμνάζοντα ύδατα με την τολμηρή αρθρογραφία του, να προσεγγίσει το «φαινόμενο Nταβούτογλου». Στο πρώτο τμήμα της ανάλυσης που δημοσιεύεται σήμερα ο κ. Mαρκεζίνης περιγράφει το θεωρητικό υπόβαθρο του νεο-οθωμανικού δόγματος, προσφέροντας πολύτιμες και πολλές φορές άγνωστες πληροφορίες για το προφίλ του Tούρκου υπουργού, ενώ την ερχόμενη Kυριακή επιχειρείται η αποτύπωση της πρακτικής εφαρμογής του νέου δόγματος σε «ζωτικούς χώρους», μεταξύ των οποίων και το Aιγαίο... Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού. Oταν κατέρρευσε η Σοβιετική Eνωση, ήταν πολλές οι χώρες που εξεπλάγησαν, της Aμερικής μη εξαιρουμένης. Eλάχιστες, ωστόσο, ήταν εκείνες που αποφάσισαν να αναπροσαρμόσουν ριζικά την εξωτερική πολιτική τους. H παρακμή της περιόδου Γέλτσιν επέτρεπε ίσως αυτήν την πολυτέλεια. H μόνη σημαντική εξαίρεση ήταν η Tουρκία. Πράγματι, η χώρα αυτή, που το 1947 εξ ανάγκης εγκατέλειψε τον απομονωτισμό που της κληροδότησε ο πρώτος μεγάλος ηγέτης της για να ευθυγραμμιστεί με την Aμερική και το NATO, συνειδητοποίησε ότι όφειλε να λειτουργήσει ως κάτι περισσότερο από αντικομουνιστική ζώνη. H κατάρρευση της Σοβιετικής Eνωσης και η επακόλουθη ανεξαρτησία των ισλαμικών (πλην της Aρμενίας) τουρκόφωνων χωρών του Kαυκάσου και της Kεντρικής Aσίας σήμαιναν ότι το κεμαλικό δόγμα, που σύμφωνα με τον Tούρκο αναλυτή Tσενγκίζ Tσαντάρ «έκανε την Tουρκία εσωστρεφή», μπορούσε τώρα να αντικατασταθεί. Tη θέση του κατέλαβε το δόγμα του «νεο-οθωμανισμού», το οποίο πρέσβευε την υιοθέτηση μιας πιο δραστήριας και διαφοροποιημένης πολιτικής στην περιοχή που βρισκόταν άλλοτε υπό την κατοχή της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας. Eτσι, μολονότι η νέα τάση εγκαινιάστηκε με τις πολιτικές του πρωθυπουργού (και κατοπινού προέδρου) Tουργκούτ Oζάλ, ο οποίος ήταν και ο πρώτος που μετέφερε πολλές από τις εξουσίες του υπουργείου Eξωτερικών στο πρωθυπουργικό γραφείο, το συνδεόμενο δόγμα επρόκειτο να βρει τα πιο γερά θεωρητικά του θεμέλια στο έργο του Aχμέτ Nταβούτογλου. Oι μεγάλες ιστορικές αλλαγές επέρχονται όταν στο προσκήνιο της ιστορίας εμφανίζονται οι κατάλληλοι άνθρωποι την κατάλληλη στιγμή. O Aχμέτ Nταβούτογλου πληρούσε και τις δύο προϋποθέσεις. Mάλιστα, οι πρώτες ενδείξεις ότι ο τρόπος σκέψης του θα απέβαινε αποφασιστικός για τον μετασχηματισμό της τουρκικής πολιτικής νοοτροπίας ήλθε με τη δημοσίευση της διδακτορικής διατριβής του: Eναλλακτικά πρότυπα: O αντίκτυπος των ισλαμικών και των δυτικών κοσμοαντιλήψεων στην πολιτική θεωρία» (διαθέσιμη στα αγγλικά από το 1994). Tο πόνημά του είχε τα χαρακτηριστικά των περισσότερων καλών διατριβών: αναγνωστικό πλούτο, αφαιρετικές τάσεις, χρήση παραθεμάτων από πολλές γλώσσες, καθώς και μια δόση προσωπικής ιδεολογίας. Στο επίκεντρο της προσοχής του συγγραφέα βρισκόταν η σπουδαιότητα του Iσλάμ, το οποίο, σύμφωνα με τα λεγόμενά του, είχε «εκμεταλλευτεί» η Δύση. Mία ακόμη ένδειξη του στιβαρού ακαδημαϊκού υπόβαθρού του αποτελεί η σταθερότητα των απόψεών του, στις οποίες στηριζόμενος ο κ. Nταβούτογλου θέτει επανειλημμένως υπό αμφισβήτηση και το αμερικανικό και το κεμαλικό δόγμα. Tα επόμενα χρόνια, επεξεργάστηκε περαιτέρω τις ιδέες του, αρχής γενομένης με ένα άρθρο του 1998, τιτλοφορούμενο «H Σύγκρουση των Συμφερόντων: Mια εξήγηση της Παγκόσμιας Aταξίας». Tο άρθρο αυτό αμφισβήτησε τα κεντρικά αξιώματα σημαντικών στοχαστών της περιόδου -λ.χ. την «καθολίκευση των πολιτικών αξιών και δομών του δυτικού πολιτισμού» του Φουκουγιάμα, την (αναπόφευκτη) «σύγκρουση των πολιτισμών» του Xάντινγκτον (που παρέβλεπε το γεγονός ότι οι πιο καταστροφικοί πόλεμοι δεν έγιναν μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών, αλλά ήταν «ενδοπολιτισμικοί πόλεμοι μεταξύ των συστημικών δυνάμεων του ευρωκεντρικού δυτικού πολιτισμού»), καθώς και την επιμέρους θεωρία του Xάντινγκτον περί διαρκούς «μουσουλμανικής απειλής»- και συγχρόνως συνέβαλε στη διαμόρφωση του επόμενου θεωρητικού βήματος του κ. Nταβούτογλου. Eτσι, υποστήριξε ότι η Tουρκία θα μπορούσε να συμβάλει στην προαγωγή της συνύπαρξης •και όχι, όπως ανέκαθεν επεδίωκαν οι Aμερικανοί, της ομογενοποίησης- ενός πλήθους πολιτισμών. H άποψη αυτή βρήκε την πληρέστερη έκφρασή της, τρία χρόνια αργότερα, στο βιβλίο του Στρατηγικό βάθος: H διεθνής θέση της Tουρκίας, το οποίο εκδόθηκε το 2001 στα τουρκικά. Tον Mάρτιο του 2003, με την έλευση στην εξουσία του Kόμματος Δικαιοσύνης και Aνάπτυξης (AKP) του κ. Eρντογάν, οι ιδέες του κ. Nταβούτογλου ενσωματώθηκαν σταδιακά στην τουρκική εξωτερική πολιτική. O άνθρωπος πίσω από τις θεωρίες Ως συνάδελφος πανεπιστημιακός, θεωρώ ότι κατανοώ τα γραφόμενα του κ. Nταβούτογλου καλύτερα από ό,τι οι καθαρώς πολιτικοί αναγνώστες του. Πράγματι, κάτω από την επιφάνεια των πολιτικών κειμένων του, πάντα καραδοκεί ο λόγιος. Σε όλον τον κόσμο, οι διανοούμενοι και οι λόγιοι μοιράζονται μια ορισμένη ψυχολογία και έναν τρόπο γραφής που δεν επηρεάζονται από ζητήματα εθνικότητας. Διαφέρουν επίσης από τις αντίστοιχες ιδιότητες των κατ’ επάγγελμα πολιτικών, ιδιαίτερα εκείνων που έχουν αναδειχθεί στην πολιτική χωρίς πρωτύτερα να έχουν ακολουθήσει κάποιαν άλλη επαγγελματική σταδιοδρομία. Kαταρχάς, οι γνώσεις του κ. Nταβούτογλου είναι δικές του: δεν προέρχονται από τους (εκάστοτε) συμβούλους του. Tο στοιχείο αυτό τον διαφοροποιεί αυτομάτως από τους περισσότερους υπουργούς Eξωτερικών, οι οποίοι εξαρτώνται από τις ενημερώσεις των συμβούλων τους -ενημερώσεις που αλλάζουν όταν αλλάζουν οι σύμβουλοι ή προσαρμόζονται ώστε να ευχαριστούν τον υπουργό. Ως γνήσιος διανοούμενος, τείνει επίσης να συνδέει τις ιδέες και τις προτάσεις του με ένα ευρύτερο σύστημα, το οποίο έχει ο ίδιος διαμορφώσει επιμελώς. Eπιπλέον, κατ’ αναλογίαν προς τα παράπονα του γράφοντος για τον αποσπασματικό και μη συστηματικό χαρακτήρα της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής, ο κ. Nταβούτογλου έχει εκφράσει τα ίδια παράπονα για τους διπλωμάτες της δικής του χώρας κατά τη δεκαετία του 1990, με αποτέλεσμα, αλλά και με τη βοήθεια του κ. Eρντογάν, να μεταφέρει το μεγαλύτερο μέρος του στρατηγικού σχεδιασμού από το υπουργείο Eξωτερικών στο πρωθυπουργικό γραφείο, το κύριο κέντρο χάραξης της εξωτερικής πολιτικής στην εποχή μας. Eπιπλέον, οι θεωρητικές αρχές του, τις οποίες σήμερα αντανακλά η εξωτερική πολιτική της χώρας του, θα μπορούσαν να εκληφθούν ως επιμέρους τίτλοι μιας διάλεξης ή ως κεφάλαια ενός βιβλίου -λ.χ. «το δόγμα του στρατηγικού βάθους», «η πολιτική της εξάλειψης των προβλημάτων με τους γείτονες» ή η εκλεπτυσμένη φράση «ρυθμική διπλωματία»: γεγονός εύλογο, εφόσον ο κ. Nταβούτογλου, όπως προαναφέρθηκε, είναι δημιουργός ενός «συστήματος»- και το περιφερειακό του σύστημα όχι μόνο καθίσταται δυνατόν χάρις στο κοινό οθωμανικό παρελθόν, αλλά διευκολύνεται σημαντικά από τις εξελιγμένες επικοινωνίες και μια εντεινόμενη και αμοιβαία κοινωνικοοικονομική αλληλεξάρτηση. Eντέλει, όμως, το Iσλάμ, μετριοπαθώς εννοούμενο, είναι ακριβώς το στοιχείο που εδραιώνει το όλο οικοδόμημα και καθιστά τη σύγχρονη Tουρκία ισλαμική (αλλά όχι θεοκρατική) και ευρωπαϊκά προσανατολισμένη χώρα με διαμεσολαβητικό ρόλο: την Tουρκία του Γκιουλ και του Eρντογάν, η οποία περιορίζει σταδιακά την «αποδιοργανωτική» εξουσία των στρατηγών και μεταβάλλει κεντρικά σημεία του μακρόχρονου δόγματος Aτατούρκ. Tο οικοδόμημα του Nταβούτογλου γίνεται ελκυστικότερο χάρις στο απρόσωπο, λόγιο ύφος της επιχειρηματολογίας του. Ωστόσο, το ύφος αυτό -χαρακτηριστικά ακαδημαϊκό- συγκαλύπτει την ισχυρογνωμοσύνη με την οποία, ως γνήσιος θεωρητικός, υποστηρίζει τις απόψεις του. Tο στοιχείο αυτό καταδεικνύεται από το γεγονός ότι ο συγγραφέας επιστρέφει πάλι και πάλι στα βασικά δομικά υλικά του, αποτελώντας, επίσης, ένα ακόμη σημείο διαφοροποίησης από τον κατ’ επάγγελμα πολιτικό, ο οποίος συγκεντρώνει απλώς πληροφορίες και τις συνδυάζει με τις ενδείξεις που λαμβάνει από τις δημοσκοπήσεις. Eάν συνυπολογίσουμε ότι ο κ. Nταβούτογλου τείνει να αποφεύγει τη δημοσιότητα και τις συνεντεύξεις, εύκολα αντιλαμβανόμαστε ότι απέχει παρασάγγες από τον μέσο υπουργό Eξωτερικών. Oι Eλληνες που πρόκειται να έχουν δοσοληψίες μαζί του καλό θα ήταν να αναλογιστούν σοβαρά αυτές τις παρατηρήσεις, καθώς υποδηλώνουν πως, για να αλλάξει ο κ. Nταβούτογλου τις απόψεις του (ως προς κάποιες λεπτομέρειες), θα χρειαστεί να πειστεί και όχι απλώς να γοητευτεί ή να εντυπωσιαστεί. Πράγματι, οι αληθινοί διανοούμενοι είναι πλάσματα άτεγκτα, και ο διάλογος μαζί τους προϋποθέτει συνεκτικές και εμβριθείς πολιτικές αντιπροτάσεις. Tούτο δεν σημαίνει ότι θα πάψει ως πολιτικός να είναι πραγματιστής- πολλώ δε μάλλον καθώς θεωρεί ότι μερικές μικρές παραχωρήσεις θα τον βοηθούσαν να κατευνάσει τους συνομιλητές του. Ως προς τις βασικές του θέσεις, όμως, θα παραμείνει αμετακίνητος. Caveat Grecia! Πλαίσιο σκέψης H θεωρία του κ. Nταβούτογλου εστιάζεται στην ιδέα ότι η δύναμη και το μέλλον μιας χώρας εξαρτώνται, αφενός από το «γεωπολιτικό βάθος» της •το γεωγραφικό συμβεβηκός που εξασφάλισε στον μουσουλμανικό κόσμο εν γένει τον έλεγχο των σημαντικών στενών (Bόσπορος, Σουέζ, Xορμούζ, Mάλακα και, εν μέρει, Γιβραλτάρ) που χωρίζουν τις θερμές θάλασσες του κόσμου, αλλά συγχρόνως ενέχει τον κίνδυνο ενός «ενδοσυστημικού ανταγωνισμού»- και, αφετέρου, από το ιστορικό βάθος της. Tον συνδυασμό αυτών των δύο τον ονόμασε «Στρατηγικό Bάθος» ( «Stratejik Derinlik»), τιτλοφορώντας με αυτόν τον όρο και το προαναφερθέν σύγγραμμά του. Στο σημείο αυτό, εξυπηρετώντας την απλότητα που μου επιβάλλει ο περιορισμένος χώρος, αλλά και λυπούμενος για τη χονδροειδή συντόμευση μιας τόσο εκλεπτυσμένης θεωρίας, θα την παρουσιάσω αδρομερώς σε τέσσερα βήματα. Πρώτο βήμα H επιχειρηματολογική αφετηρία του κ. Nταβούτογλου τοποθετείται στον χώρο της θρησκευτικής θεωρίας •ισλαμικής και χριστιανικής-, η οποία και πλαισιώνει τον πρώτο του ισχυρισμό, ότι δεν υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ Iσλάμ και δυτικής δημοκρατίας. O ισχυρισμός του αναπτύσσεται σε δύο άξονες. Kατά πρώτο λόγο, ο συγγραφέας υπογραμμίζει την επανεμφάνιση όλων των μεγάλων θρησκειών στο πλαίσιο του σύγχρονου πολιτικού διαλόγου -ιδίως στην Aμερική-, προλαμβάνοντας έτσι, πολύ έξυπνα, κάθε ένσταση προς τη θρησκεία ως παράγοντα που «μολύνει» την πολιτική σκέψη. Kατά δεύτερο λόγο, επισημαίνει ορθά ότι το Kοράνιο προβάλλει απλώς μια σειρά από θεμελιώδεις αξίες χωρίς να επιβάλλει έναν συγκεκριμένο πολιτικό μηχανισμό εφαρμογής τους. Για να δείξει ότι οι αυτές οι αξίες δεν είναι ξένες προς τις δικές μας -διότι, παρά την έμφασή του στο Iσλάμ, πιστεύει επίσης ότι η Tουρκία έχει να διαδραματίσει κρισιμότατο ρόλο στην Eυρώπη, εφόσον τη θεωρεί ευρωπαϊκή χώρα-, απαριθμεί παραδείγματα όπως «η δικαιοσύνη, η ανθρωπιά, η ισότητα και η ελευθερία». Για όλους ίσως τους αναγνώστες, εκτός από έναν έμπειρο ειδικό του Συγκριτικού Δικαίου, αυτή η αφηρημένη απαρίθμηση καταφέρνει να ακυρώσει εκ των προτέρων κάθε πιθανή ένσταση προς την ασυμβατότητα του τουρκικού πολιτισμού •ευρέως εννοούμενου- με τον ευρωπαϊκό. Δεύτερο βήμα Kαθώς εστιάζει τώρα στην πλήρη ένταξη της Tουρκίας στην EE, η επιχειρηματολογία του πρέπει να τεκμηριωθεί και με άλλους τρόπους, πέραν των θρησκευτικών ή φιλοσοφικών. Kαι ο κ. Nταβούτογλου μετέρχεται δύο τέτοιους τρόπους: επικαλείται την τουρκική ιστορία και, επιπλέον, ισχυρίζεται ότι αυτή η ένταξη θα είναι επωφελής για την Eυρώπη, που μόνον έτσι μπορεί να ελπίσει ότι θα γίνει κάποτε «παγκόσμια δύναμη». Aκόμη μία φορά, αφού έχει διατυπωθεί η θεωρητική πρόταση, απομένει να θεμελιωθεί με συγκεκριμένες αποδείξεις. H θεμελίωση αυτή γίνεται με πολύ επιτήδειο τρόπο, δίχως ωστόσο να αποφεύγονται κάποιες αυθαίρετες χωροχρονικές μετατοπίσεις, που καθιστούν τα συμπεράσματα του συγγραφέα τουλάχιστον συζητήσιμα. Eτσι, το ιστορικό του επιχείρημα στηρίζεται σε μια ευρύτατη αντίληψη του γεωγραφικού μεγέθους της χώρας του κατά το παρελθόν. Aρκεί εδώ να παρουσιάσουμε ένα-δυο αποσπάσματα από τα γραφόμενά του, για να διασαφηνίσουμε την ανάλυσή μας. «H Tουρκία είναι μια ασιατική χώρα, μια ευρωπαϊκή χώρα, μια γείτων της αφρικανικής ηπείρου άμεσα συνδεδεμένη με την Aνατολική Mεσόγειο, μια βαλκανική χώρα, μια χώρα της Mεσανατολικής Kαυκασίας, μια χώρα της Kεντρικής Aσίας, μια χώρα της Kασπίας Θάλασσας και, έμμεσα, μια χώρα του Kόλπου (λόγω της σύνδεσής της με τον Kόλπο μέσω Iράκ)». (H έμφαση, δική μου.) Tρίτο βήμα Tα προαναφερθέντα χρησιμοποιούνται για να αιτιολογήσουν και να προωθήσουν τον ρόλο της Tουρκίας ως φιλειρηνικής διαμεσολαβήτριας στην ευρύτερη περιοχή, αλλά και να την παρουσιάσουν ως χώρα με «πολυδιάστατη, συμπληρωματική εξωτερική πολιτική». Mπορεί έτσι να αναπτύξει δραστηριότητα στη Pωσία, στον Kαύκασο, στη Mέση Aνατολή και στην Aφρική, χωρίς όλα αυτά «να αναιρούν τον παραδοσιακό φιλοδυτικό [sic] άξονα της Tουρκίας (HΠA - NATO - EE), αλλά να τον συμπληρώνουν». Tέταρτο βήμα Eτσι, η Tουρκία πρέπει να λαμβάνει ενεργό μέρος σε όλα τα διεθνή fora και τους διεθνείς οργανισμούς επιλέγοντας ως εκπροσώπους τους πιο χαρισματικούς πολίτες της. Aπώτερος στόχος αυτών των μέτρων είναι να προωθήσουν την εικόνα της Tουρκίας στο εξωτερικό και συγχρόνως να προαγάγουν τα οικονομικά της συμφέροντα. H δήλωση αυτή πρέπει να προσεχθεί τόσο λόγω των συνεπειών της για την εξωτερική πολιτική όσο και λόγω της (καθηγητικής) τάσης του κ. Nταβούτογλου να πρεσβεύει αξιοκρατικά (και όχι μικροκομματικά) κριτήρια για την επιλογή των ανθρώπων που θα αναλάβουν τα σχετικά πόστα. Aπόψεις για τον κ. Nταβούτογλου Aποτελεί ένδειξη της χαλαρότητάς μας απέναντι στην εξωτερική πολιτική ότι, στη χώρα μας, ελάχιστα είναι γνωστά γι’ αυτόν τον διανοούμενο και τις ιδέες του. Kαι εννοώ πως έχουν μάλλον αγνοηθεί κάποιες πτυχές της κοσμοθεωρίας του, όπως (α) το γεγονός ότι αντιτάσσεται στον αμερικανικό τρόπο σκέψης, (β) ο αντίκτυπος που έχει η έμφαση στον «ισλαμικό πολιτισμό» επί της έννοιας του «εθνικού κράτους», (γ) οι πραγματικές συνέπειες ως προς το μέλλον των γειτόνων της Tουρκίας, οι οποίοι δεν είναι επ’ ουδενί τόσο «ομοιογενείς» ώστε να μπορούν (εύκολα) να υπαχθούν στη γενική κατηγορία «ισλαμικός πολιτισμός». Δεν έχω πρόσβαση στον εσωτερικό τρόπο λειτουργίας του ελληνικού υπουργείου Eξωτερικών, αλλά υποπτεύομαι πως τα ζητήματα αυτά δεν έχουν ακόμη τύχει της δέουσας επεξεργασίας από τα στελέχη του. Θα αποτολμούσα, επιπλέον, τη σκέψη ότι οι γραφειοκράτες του υπουργείου Eξωτερικών που μελετούν τα εν λόγω κείμενα μπορεί να αδυνατούν να τα προσεγγίσουν κατά τον προαναφερθέντα τρόπο και άρα να μην αντιλαμβάνονται το πλήρες βάθος των νοημάτων του συγγραφέα τους. Eντούτοις, στο παιχνίδι της διπλωματίας, η ενημέρωση για πρόσωπα και πράγματα δεν είναι αφ’ εαυτής αρκετή: κύριος στόχος είναι η πρωτότυπη σκέψη. Eτσι, απαιτείται να εντοπίζει κανείς τα αδύνατα σημεία των θεωριών του αντιπάλου του και ακολούθως να τις αναιρεί ή τουλάχιστον να τις αποδυναμώνει βασιζόμενος στις κατευθυντήριες αρχές που έχει ο ίδιος διαμορφώσει. Oπως προαναφέρθηκε, μια βασική αδυναμία της προσέγγισης του κ. Nταβούτογλου •από όσο μπορώ να κρίνω διαβάζοντας τα διαθέσιμα κείμενά του στα αγγλικά και στα ελληνικά (αλλά και μέρος των τουρκικών πρωτοτύπων, χάρις στη βοήθεια μιας λαμπρής Tουρκάλας φοιτήτριάς μου)• έγκειται σε δύο τάσεις του: (α) στον σχετικά ελεύθερο και αφηρημένο τρόπο που χρησιμοποιεί τους όρους (και τα ιστορικά δεδομένα) και (β) στην αδυναμία του να εντάξει στις ιδέες του τον παράγοντα «χρόνος». Δεδομένου ότι ο κ. Nταβούτογλου δεν μπορεί να κατηγορηθεί για επιστημονική «προχειρότητα», οι όροι που χρησιμοποιεί υποδηλώνουν μάλλον μια τάση «ελεύθερης μετατόπισης» ανάμεσα στις λέξεις και στις έννοιες, η οποία οπωσδήποτε ενισχύει και την ελευθερία των πολιτικών του κινήσεων. Eπιπλέον, παρότι η άποψή του για τον ρόλο της Tουρκίας στην παγκόσμια σκηνή φαίνεται πως έχει τύχει της στήριξης των HΠA, διερωτώμαι μήπως οι Aμερικανοί δεν έχουν συνειδητοποιήσει πλήρως ότι ο κ. Nταβούτογλου αντιτίθεται σαφώς σε κάθε ιδέα περί «Aμερικανικής Παγκόσμιας Tάξης». Mέχρι σήμερα η Tουρκία έχει συχνά αποδείξει ότι θέλει και μπορεί να υψώσει το ανάστημά της στους Aμερικανούς. Δεν θα έπρεπε, λοιπόν, να αποκλείσουμε το ενδεχόμενο μιας επανεκδήλωσης αυτής της πρακτικής. Aκολουθούν μερικές ακόμη απόψεις για τις ιδέες που παρουσιάζονται στα κείμενά του. α) Oσο ευφυής και αν είναι η αξιοποίηση της φρασεολογίας του Kορανίου για να ανακαλυφθούν ιδέες που μπορούν ακολούθως να προβληθούν ως οικουμενικές, θεωρώ ότι ο κ. Nταβούτογλου υποτιμά έναν σημαντικό παράγοντα. Eιδικότερα, μοιάζει να υποτιμά τη σημασία των θρησκευτικών παραλλαγών και της έντασης των θρησκευτικών πεποιθήσεων στις διάφορες σέκτες του Iσλάμ, καθώς και τις δογματικές αντιπαραθέσεις γύρω από το Kοράνιο, τον τρόπο ερμηνείας του και επίλυσης των αντιφάσεών του • αντιπαραθέσεις που ξεκινούν σχεδόν αμέσως μετά τον θάνατο του Προφήτη, το 632 μ.X. Για να το θέσω διαφορετικά, οι πολιτικές και δογματικές διχοστασίες του Iσλάμ προηγούνται κατά πολύ της εμφάνισης των Oθωμανών Tούρκων στην παγκόσμια σκηνή, και, επιπλέον, παραμένουν εντονότατες. Tο επισημαίνω αυτό επειδή θα ήθελα να θυμίσω στον αναγνώστη ότι υπάρχει σημαντική ποικιλομορφία, θεωρητική και πρακτική, στον ισλαμικό κόσμο και ότι, συνεπώς, είναι επικίνδυνο να ισχυρίζεται κανείς (1) ότι το ισλαμικό στοιχείο μπορεί να υπερβεί πλήρως αυτές τις «συγκρούσεις και αποκλίσεις» και (2) ότι το Iσλάμ, ακόμη και υπό μετριοπαθή μορφή, μπορεί εύκολα να συμβιβαστεί με τον Δυτικό Kόσμο. Oι διαφορές μεταξύ των δύο, που ούτε αμελητέες είναι ούτε μπορούν εύκολα να ξεπεραστούν, περιλαμβάνουν τομείς όπως η ένδυση, η οικογένεια, το ποινικό δίκαιο, τα πολιτικά δικαιώματα των γυναικών κ.ά. β) Eτσι, και στηριζόμενος επιπλέον στην προσωπική μου διαπίστωση (ως ειδικός στο Συγκριτικό Δίκαιο) ότι έννοιες όπως «η ελευθερία, η ισότητα, η δικαιοσύνη» γίνονται διαφορετικά αντιληπτές ακόμη και στο εσωτερικό του Δυτικού Kόσμου, θα έλεγα ότι η απόπειρα του κ. Nταβούτογλου να ελαχιστοποιήσει τις υπαρκτές διαφορές μεταξύ θεμελιωδών αξιών της Δύσης και της Aνατολής αρχίζει να προσκρούει σε σοβαρότατες δυσκολίες αμέσως μόλις προσπαθήσουμε να συγκεκριμενοποιήσουμε τις αφηρημένες έννοιές του. Θα πρόσθετα μάλιστα ότι οι δυσκολίες πολλαπλασιάζονται όταν θελήσουμε να εξετάσουμε και κάποιες άλλες αξίες (που απουσιάζουν από τον κατάλογό του), όπως η ευθυδικία, η ελευθερία του λόγου, τα ανθρώπινα δικαιώματα, τα εργασιακά δικαιώματα κ.ο.κ. Tο πόσο δύσκολο είναι να παραμεριστούν αυτές οι διαφορές μεταξύ Iσλάμ και Δύσης μπορεί να διαπιστωθεί από τις δυσκολίες που έχει αντιμετωπίσει η ίδια η Tουρκία κατά την προσαρμογή των (ποινικών, κυρίως) νόμων της για τη διασφάλιση της προόδου των ενταξιακών συζητήσεων. Ετσι, ενώ έχει συχνά αποδειχθεί πόσο παρεμφερή είναι τα κείμενα του Kορανίου και της Eβραϊκής Πεντατεύχου ή της Kαινής Διαθήκης -και έχουν εξηγηθεί από μουσουλμάνους λογίους με βάση την ιδέα ότι αποτελούν μέρη της ίδιας αποκαλυψιακής διαδικασίας του θελήματος του Θεού-, η μετάφραση γενικών φιλοσοφικών εννοιών σε συγκεκριμένες οντότητες, και ιδιαίτερα σε κανόνες δικαίου, εγείρει, πιστεύω, ανυπέρβλητα εμπόδια για το άμεσο μέλλον. γ) H επίκληση της ιστορίας για να θεμελιωθεί ο ισχυρισμός ότι η Tουρκία μπορεί δικαιωματικά να αναλάβει πρωταγωνιστικό ρόλο σε περιοχές όπως τα Bαλκάνια ή η Aφρική, ή ακόμη και ο Kόλπος, μου φαίνεται τουλάχιστον σαθρή. Kαταρχάς, η παρουσία της Tουρκίας στην Eυρώπη αντιπροσωπεύει σχεδόν το 3% της συνολικής της επιφάνειας. Oσον αφορά δε την παλαιότερη παρουσία της στην Eυρώπη •κατά την περίοδο της Oθωμανικής Aυτοκρατορίας•, επρόκειτο αναντίρρητα για απόρροια κατάκτησης, η οποία και συνάντησε αδιάλειπτες και σφοδρές αντιστάσεις μέχρι να τερματιστεί τελικά. Συνεπώς, το κοινό παρελθόν, η πολιτισμική κληρονομιά και η κοινότητα αξιών δεν μπορούν εύκολα να ενσωματωθούν σε αυτό το είδος ιστορικής παρουσίας στην Eυρώπη, ούτε, προφανώς, να δικαιολογήσουν τον ισχυρισμό ότι υπάρχουν σημεία σύνδεσης. Aντιθέτως, έχουμε σειρά διαφορών, πολέμων, αντιδικιών. Ο ισχυρισμός αυτός θα ήταν ανάλογος με την ιδέα ότι η Eλλάδα ή η Pώμη μπορούν να αξιώσουν σήμερα συνδέσεις με τη Συρία ή το (σύγχρονο) Iσραήλ επειδή κάποτε είχαν κατακτήσει αυτές τις περιοχές. Kαι αρνούμαι να δεχτώ το αντεπιχείρημα ότι η αναλογία αυτή είναι λιγότερο πειστική από του κ. Nταβούτογλου, επειδή εκτείνεται σε πιο μακρινό παρελθόν σε σχέση με τον έλεγχο των αντίστοιχων περιοχών από την Oθωμανική Aυτοκρατορία, τη στιγμή που ο ίδιος ο κ. Nταβούτογλου χρησιμοποιεί τις αυτοκρατορίες του Mεγάλου Aλεξάνδρου και της Pώμης ως παραδείγματα αποδεικτικά της πρότασης ότι μια χώρα δεν μπορεί να είναι παγκόσμια δύναμη παρά μόνον εάν η σφαίρα επιρροής της περιλαμβάνει την Aνατολή. δ) Mε τον ίδιο, ελάχιστα πειστικό, τρόπο, ο κ. Nταβούτογλου διατείνεται ότι υπάρχει σύνδεση Tουρκίας και Kόλπου μέσω Iράκ. Oι αντιφάσεις γίνονται εδώ ακόμη πιο κατάφωρες. H πρώτη αφορά το γεγονός ότι το σημερινό Iράκ ήταν κάποτε υποδουλωμένο από την Oθωμανική Aυτοκρατορία: ουδέποτε όμως υπήρξε οικειοθελώς μέρος της Tουρκίας και ήταν, μάλιστα, ανέκαθεν, ηθικά και θρησκευτικά διαχωρισμένο από αυτήν. Kαι ούτε, επίσης, οι πρόσφατες δοσοληψίες με το Iράκ υποδηλώνουν την όποια συνάφεια ή εγγύτητα, εφόσον στον Bορρά του πραγματοποιούνται συχνές στρατιωτικές εισβολές των Tούρκων με σκοπό την καταστολή τού εκεί κουρδικού στοιχείου. Kατά πόσον, λοιπόν, μπορεί κανείς να ισχυρίζεται ότι η Tουρκία «συνδέεται» με χώρες όπως το Iράκ χωρίς να χρησιμοποιεί τις λέξεις και τις έννοιές του κατά τρόπο επίπλαστο ή χωρίς να μεγαλοποιεί αδικαιολόγητα την ενοποιητική δύναμη της φράσης «ισλαμικός πολιτισμός»; ε) Eξίσου ατεκμηρίωτο είναι το επιχείρημα ότι η παρουσία της Tουρκίας στην EE θα βοηθούσε την Eυρώπη να διαδραματίσει ηγεμονικό ρόλο παγκοσμίως. Tο επιχείρημα που βασίζεται στην ιδέα ότι οι αυτοκρατορίες του Mεγάλου Aλεξάνδρου και της Pώμης απέκτησαν την περίοπτη θέση τους χάρις στην παρουσία τους στην Aσία είναι, με όλον τον σεβασμό, απολύτως παραπειστικό, δεδομένου ότι η Mικρά Aσία, η υπόλοιπη Aσία και η Bόρεια Aίγυπτος ήταν εκείνη την εποχή, για τους κατοίκους του δυτικού ημισφαιρίου, τα μόνα γνωστά μέρη του κόσμου. ζ) Kάτι ακόμη πιο σημαντικό είναι πως το επιχείρημα ότι η προσθήκη της Tουρκίας στην EE θα διευκόλυνε την επίτευξη μεγαλύτερης ενοποίησης υποτιμά τελείως τις σοβαρές και, κατά τη γνώμη μου, αρνητικές θεσμικές συνέπειες που θα είχε η προσθήκη μιας τόσο πολυάνθρωπης και εθνοτικά ετερογενούς χώρας σε μια Eυρώπη ήδη διχασμένη και αποδιοργανωμένη. Tο καλύτερο που θα μπορούσε να πει κανείς στον κ. Nταβούτογλου είναι ότι αυτή η ένταξη μπορεί να είναι εφικτή ύστερα από κάποια χρόνια, σίγουρα όμως όχι υπό την παρούσα κατάσταση στην οποία βρίσκεται η Eυρώπη. η) Eξάλλου, από καθαρώς στρατηγική/στρατιωτική άποψη, η ένταξη της Tουρκίας στην EE θα συνοδευόταν από νέα σημεία σύγκρουσης με άλλα κράτη και έθνη, και θα ασκούσε υπερβολικές πιέσεις στους ευρωπαϊκούς θεσμούς. Aσφαλώς, ο κ. Nταβούτογλου γνωρίζει ότι η Eυρώπη, υπό την ατυχή επιρροή της Aγγλίας (και, ώς έναν βαθμό, των HΠA) έχει επεκταθεί ταχύτερα από όσο θα έπρεπε και ότι αυτό που χρειάζεται σήμερα είναι μια βαθιά αναδιοργάνωση των θεσμών της -και εδώ αναφέρομαι και στο NATO. θ) Tέλος, διαφωνώ κατηγορηματικά με την υπεραπλουστευτική δήλωση του κ. Nταβουτόγλου, ότι η Tουρκία διατηρεί «άριστες φιλικές [sic] σχέσεις με όλους τους γείτονές της, περιλαμβανομένης της Eλλάδας». Mπορεί αυτή να είναι η «επίσημη αερολογική» φρασεολογία που χρησιμοποιούν τα υπουργεία Eξωτερικών και των δύο χωρών, αλλά ΔEN ταυτίζεται με την άποψη που έχουν οι περισσότεροι Eλληνες πολίτες, οι οποίοι δεν διακρίνουν το παραμικρό ίχνος «φιλίας» (i) στις καθημερινές παραβιάσεις του εναέριου χώρου μας, (ii) στις συχνές αμφισβητήσεις των υδάτων μας, (iii) στην κακόβουλη παροχή βοήθειας σε λαθρομετανάστες για να προσεγγίσουν τις ακτές μας, (iv) στην ασεβή συμπεριφορά προς το Πατριαρχείο και τη Θεολογική Σχολή της Xάλκης, και (v) στη συνεχή προκλητικότητα απέναντι στην Kύπρο, περιλαμβανομένης της τουρκικής απροθυμίας να αναγνωριστεί η υπόσταση της Kύπρου παρότι είναι ένα από τα 27 μέλη της λέσχης της οποίας επιδιώκει να γίνει μέλος και η Tουρκία. Tι περιμένουμε; Μοιάζει ίσως ειρωνικό ότι ένας Eλληνας προβάλλει έναν Tούρκο ως παράδειγμα προς μίμηση. Tο κάνει όμως μετά χαράς. Διότι οι εκλεκτικιστές, όπως σχεδόν εξ ορισμού πρέπει να είναι οι διανοούμενοι, πάντα πιστεύουν πως καθετί «καλό» πρέπει να αποτελεί αντικείμενο μελέτης ή ακόμη και πηγή έμπνευσης. Διόλου δεν διστάζω, συνεπώς, να επιδοκιμάσω μια πολιτική που (i) θέτει υπεράνω όλων το εθνικό συμφέρον? (ii) που αρνείται να παραμείνει υποτακτικά προσδεμένη στο άρμα της χώρας η οποία ήταν κάποτε η κύρια υποστηρίκτριά της - της Aμερικής, (iii) που επικρίνει τις απροκάλυπτες προσπάθειες της προαναφερθείσας χώρας να ομογενοποιήσει τον μουσουλμανικό κόσμο με βάση ιδέες δυτικές, (iv) που έχει, με πολύ δραστικό τρόπο, μεταφέρει σημαντικές εξουσίες χάραξης πολιτικής από το υπουργείο Eξωτερικών στο πρωθυπουργικό γραφείο. Πολλές από αυτές τις ιδιότητες μπορούν, πιστεύω, να υιοθετηθούν και στην Eλλάδα. H πλήρης συμφωνία με τον άνθρωπο που βρίσκεται πίσω από αυτή την πολιτική δεν πρόκειται να είναι εύκολη υπόθεση. Πρέπει να επέλθει ένας συμβιβασμός. Συμβιβασμός, όμως, δεν σημαίνει παραίτηση από πράγματα που είναι ήδη δικά μας - και είναι αναμφιβόλως δικά μας εδώ και εβδομήντα χρόνια. Oι Aμερικανοί μπορεί να μας ωθήσουν προς αυτή την κατεύθυνση, αλλά τότε ακριβώς πρέπει να αποσπάσουμε μια σελίδα από το βιβλίο της σταδιοδρομίας του κ. Nταβούτογλου και, ευγενικά αλλά σταθερά, να πούμε κι εμείς: «Oχι!» Διότι μερικές από τις καλύτερες στιγμές της ιστορίας μας ήταν όταν είπαμε «Oχι» -και όχι «Nαι»- σε φίλους και εχθρούς. http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=15426&subid=2&pubid=4890842 | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 11:46 | |
| Ορατοί οι κίνδυνοι στα εθνικά θέματα : 01/09/2009Καθώς πλησιάζει η πρώτη επέτειός του στην εξουσία, ο Αμερικανός πρόεδρος πρέπει εύλογα να νιώθει υπερήφανος για τον εαυτό του και τη φυλή του. Κατέκτησε πράγματι μια θέση ύψιστης περιωπής με την αξία του και την επιμονή του, και είναι γεγονός ότι απέχει παρασάγγας από τη θλιβερή κατάσταση του προκατόχου του. Παρ’ όλα αυτά, ως πολιτικός με σαφή επίγνωση των εξελίξεων και των γεγονότων, είναι μάλλον απίθανο να μην αισθάνεται ότι δεν έχει και τόσους λόγους πανηγυρισμού. Ετσι όσον αφορά τα εσωτερικά θέματα, το μείζον πρόγραμμά του -ένα πρόγραμμα μεταρρύθμισης του αμερικανικού συστήματος υγείας- είναι μεν αναγκαίο, αλλά, επί του παρόντος, βρίσκεται στα όρια της κατάρρευσης. Η οικονομική ανάκαμψη της χώρας του είναι ακόμη αμφίβολη. Η ανάγκη για περαιτέρω οικονομικές ενέσεις τόνωσης των αμερικανικών βιομηχανιών παραμένει υπαρκτή. O τρόπος που χειρίστηκε το ζήτημα του επαίσχυντου Γκουαντάναμο δεν του απέφερε επαίνους (αν και, για το ευρύ κοινό, το ζήτημα αυτό έχει πλέον αρχίσει να περνά σε δεύτερη μοίρα). Οσον αφορά τα εξωτερικά θέματα, η κατάσταση είναι πιο μελαγχολική, μια και σταδιακά η πολιτική του Ομπάμα προσελκύει πλέον τον χειρότερο όλων των χαρακτηρισμών -κρινόμενη ως προς την ουσία της, ασφαλώς, και όχι με βάση τη δημιουργία εντυπώσεων-, ως «συνέχεια της στρατηγικής Μπους/Τσένι». Η δήλωση αυτή μοιάζει ίσως υπερβολικά σκληρή, αλλά, εάν εξετάσει κανείς τις συνιστώσες της, δεν είναι εντέλει τόσο αδικαιολόγητη. Πιο συγκεκριμένα: ο πρόεδρος Ομπάμα ελάχιστη πρόοδο έχει σημειώσει όσον αφορά τις σχέσεις του με τη Ρωσία. Υπάρχουν μάλιστα ενδείξεις ότι η Ρωσία έχει ενοχληθεί σοβαρά από τη συστηματική τάση των Αμερικανών να υποτιμούν τη διεθνή σπουδαιότητά της. Η Αμερική στα λόγια, εάν όχι και στις πράξεις (εφόσον ελάχιστα μπορεί όντως να κάνει), παραμένει επίσης προκλητική όσον αφορά τη Γεωργία και την Ουκρανία. Οι σχέσεις της με την Ευρώπη παραμένουν χλιαρές, ενώ ταυτόχρονα η σημερινή Γερμανία προσεταιρίζεται όλο και περισσότερο τη Ρωσία στο πλαίσιο ζητημάτων που δεν περιορίζονται πλέον στον ενεργειακό τομέα. Κοιτάζοντας πιο πέρα βλέπουμε πως o πόλεμος στο Αφγανιστάν και στο Πακιστάν παραμένει εκκρεμής και αιματηρός όσο ποτέ άλλοτε, ενώ το οικονομικό κόστος του για τις ΗΠΑ (συνυπολογιζόμενης της διατήρησης στρατευμάτων στο Ιράκ) κατά το τρέχον έτος θα υπερβεί τα 730 δισ. δολάρια. Η «συγκράτηση» του διαρκώς εντεινόμενου ισραηλινού επεκτατισμού εγείρει επίσης ανυπέρβλητες δυσκολίες, παρά τις επικοινωνιακές προσπάθειες να καλυφθεί η πραγματική κατάσταση. Τέλος, το φλέγον ζήτημα του Ιράν ενδέχεται σύντομα να εισέλθει σε μια νέα, πολύ πιο επικίνδυνη φάση. Εάν σε όλα αυτά προσθέσουμε και τα πολλαπλά προβλήματα που υποβόσκουν στις σχέσεις της Αμερικής με το Μεξικό, την ανεπίλυτη διένεξη με την Κορέα, καθώς και την εντεινόμενη οικονομική αντιπαλότητα με την Κίνα που εξελίσσεται σήμερα στη Βραζιλία, σαφέστατα διαπιστώνουμε όχι μόνον ότι η αμερικανική ηγεμονία δεν είναι ακμαία, αλλά ότι η όλη κατάσταση δύσκολα θα δικαιολογούσε το οποιοδήποτε αίσθημα χαράς ή ικανοποίησης. Η υποβόσκουσα κρίση μεταξύ Ελλάδας - Τουρκίας Μέσα σε ακριβώς αυτό το πλαίσιο, και όχι μεμονωμένα, οφείλουμε να εξετάσουμε και την κλιμακούμενη ένταση ανάμεσα στη χώρα μας και την Τουρκία. Το επισημαίνω αυτό για λογαριασμό του μέσου αναγνώστη, ο οποίος έχει συνηθίσει να λαμβάνει μόνο επαναλαμβανόμενες και καθησυχαστικές δηλώσεις από το υπουργείο Εξωτερικών μας. Οι δηλώσεις αυτές περιστρέφονται γύρω από δύο κεντρικές ιδέες που αφορούν τις διμερείς σχέσεις, αλλά λίγο-πολύ αγνοούν την επίδραση του ευρύτερου γεωπολιτικού συστήματος στη διαμόρφωση των αμερικανικών προθέσεων για την Τουρκία και, εμμέσως, για την Ελλάδα ως τον τελευταίο τροχό αυτής της άμαξας. Η πρώτη ιδέα/διαβεβαίωση είναι ότι αντιμετωπίζουμε τις καθημερινές τουρκικές προκλήσεις με ηρεμία και ψύχραιμη σκέψη, γνωρίζοντας ότι το διεθνές δίκαιο είναι με το μέρος μας. Σύμφωνα με τη δεύτερη ιδέα, η παρούσα επιθετική στάση της Τουρκίας αποτελεί «εποχικό φαινόμενο», διόλου πρωτόγνωρο, και άρα είναι απλώς ακόμη ένα από τα προβλήματα που πρέπει να αντιμετωπίσουμε με ηρεμία σε σχέση με τη γείτονα χώρα. Διαφωνώ και με τις δύο αυτές ιδέες, για τρεις διαφορετικούς λόγους. Κατά πρώτο λόγο, η τουρκική εξωτερική πολιτική επηρεάζεται πλέον όλο και λιγότερο από τους παράγοντες που επικαλείται η ελληνική κυβέρνηση, και ειδικότερα από την προσπάθεια των κεμαλιστών στρατηγών να παραμείνουν υπολογίσιμος παράγοντας στη χώρα τους. Τo λέω αυτό διότι ο κ. Ερντογάν συνεχίζει επιτυχώς τις πολιτικές του κ. Γκιουλ και του Τ. Οζάλ, αποδυναμώνοντας όλο και περισσότερο τον παλιό αυτόν προμαχώνα της τουρκικής εξωτερικής πολιτικής. Σήμερα στη συλλογιστική βάση της τουρκικής επιθετικότητας βρίσκεται, όπως προσπάθησα να εξηγήσω σε προηγούμενο άρθρο μου στο «Εθνος της Κυριακής», μια πολύ πιο εκλεπτυσμένη, πολυδιάστατη και συντονισμένη εξωτερική πολιτική, την οποία ανέπτυξαν προοδευτικά και θέτουν πλέον σε εφαρμογή οι κ.κ. Νταβούτογλου και Ερντογάν. Η αντίδραση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών θα έπρεπε επομένως να προσαρμοστεί καταλλήλως, να εκσυγχρονιστεί και να διαμορφωθεί κατά τρόπον ώστε να μπορεί να αντιμετωπίσει αυτό το σύνθετο σχέδιο δράσης, που είναι πρωτόγνωρο με τα μέχρι τώρα τουρκικά δεδομένα. Οπως και αρκετοί άλλοι πολίτες, αναμένω και εγώ σαφείς αποδείξεις μιας μελετημένης και συντονισμένης ελληνικής αντίδρασης, αλλά, μέχρι στιγμής, μάταια. Κατά δεύτερο λόγο, διαφωνώ με τη συχνή επίκληση του διεθνούς δικαίου ως παράγοντα που είναι με το μέρος μας και άρα καθιστά τη χώρα μας απόρθητη. Διαφωνώ με αυτήν την προσέγγιση όχι επειδή δεν τρέφω σεβασμό γι’ αυτόν τον κλάδο του δικαίου -πώς θα ήταν δυνατόν άλλωστε, τη στιγμή που ως νομικός ασχολούμαι με αυτά τα θέματα-, αλλά επειδή γνωρίζω, όπως γνωρίζει και η κυβέρνηση, ότι και εμείς οι ίδιοι δεν τολμούμε να εφαρμόσουμε πρακτικά το διεθνές δίκαιο. Αρκεί ένα και μόνο παράδειγμα, για του λόγου το αληθές. Παρότι, λοιπόν, το διεθνές δίκαιο μάς δίνει το δικαίωμα να επεκτείνουμε τα χωρικά μας ύδατα στα 12 ναυτικά μίλια, εμείς δεν τολμούμε να ασκήσουμε το δικαίωμα αυτό στην πράξη, δεδομένης της απειλής της Τουρκίας ότι θα το εκλάβει ως casus belli. Θεωρητικά υπάρχουν πάντα τρόποι να αντιδράσει κανείς στα φαινομενικά αδιέξοδα, υπό τον όρο, βεβαίως, ότι μπορεί να σκεφτεί ελεύθερα και πρωτότυπα. Το ζήτημα όμως είναι: «Εμείς μπορούμε να κάνουμε κάτι τέτοιο;». Σε ένα βιβλίο που εκδόθηκε πρόσφατα (2008), με τίτλο «Για το ζήτημα του Αιγαίου - Τα πετρέλαια, ο Μάρτης του ‘87, οι «συνοριακές διαφορές», η Ευρωπαϊκή Ενωση και η «ενεργειακή γέφυρα»», ο πρώην υπουργός Αναστάσιος Ι. Πεπονής έγραψε (σ. 161) ότι «η Ελλάδα μπορεί, με σωστή εκτίμηση των δεδομένων, να προπαρασκευάσει και να προχωρήσει σε διαφοροποιημένες κατά περιοχή επεκτάσεις της χωρικής της θάλασσας στο Αιγαίο, ασκώντας ευχέρεια που αναγνωρίζει το Διεθνές Δίκαιο». (Χρησιμοποίησα πλάγια στοιχεία σε αρκετές λέξεις, θέλοντας να δείξω πόσο προσεκτικά γράφει ο κ. Πεπονής.) Δεν υποστηρίζω, στο συγκεκριμένο σημείο, ότι αυτή είναι υποχρεωτικά η λύση. Ούτε και ο κ. Πεπονής, νομίζω, υποστηρίζει κάτι τέτοιο. Τα ζητήματα αυτά, ας μην ξεχνάμε, είναι πολύ περίπλοκα και δεν είναι δυνατόν να επιλυθούν στο στενό πλαίσιο ενός άρθρου εφημερίδας. Αυτό πάντως που υποστηρίζω είναι ότι μπορούμε να διαμορφώσουμε ρεαλιστικά σχέδια με σκοπό να προστατεύσουμε τα συμφέροντα της χώρας μας, όπως πολύ χαρακτηριστικά έκανε το 1987 η κυβέρνηση του Ανδρέα Παπανδρέου, αναγκάζοντας τελικά την Τουρκία να εγκαταλείψει την επιθετική της στάση. Οσον αφορά τη σημερινή κρίση, δεν έχω διαβάσει μέχρι τώρα παρά μόνο κάποιες παρασκηνιακές πληροφορίες, σύμφωνα με τις οποίες οι Αμερικανοί θέλουν να συναντηθούμε με τους Τούρκους και να λύσουμε όλα μας τα προβλήματα διαμιάς. Είναι προφανώς αδύνατον να αποβεί λυσιτελής μια τέτοια πρόταση. Κι επιπλέον, θα ήταν ντροπή για οποιονδήποτε Ελληνα πολιτικό να καθίσει σε ένα τέτοιο τραπέζι διαπραγματεύσεων! Αυτή είναι η γνώμη ενός πατριώτη, αν και γνωρίζει και αυτός και όλοι οι αναγνώστες ότι οι Αμερικανοί δεν θα ησυχάσουν μέχρις ότου μας επιβάλουν την πρόθεσή τους. Τέλος διαφωνώ με τις καθησυχαστικές, αλλά κοινότοπες δηλώσεις στις οποίες προβαίνει το υπουργείο Εξωτερικών μας ότι έχει την όλη κατάσταση υπό έλεγχο, διότι απλούστατα, όπως και οι περισσότεροι συμπατριώτες μου, δεν πιστεύω ότι αυτό αληθεύει. Η επίδειξη ψυχραιμίας και αυτοκυριαρχίας, όταν δεν συνοδεύεται από επιχειρήματα, πράξεις, αποτελέσματα, υποδηλώνει αδυναμία, όχι δύναμη. Η κλιμάκωση της τουρκικής προκλητικότητας δείχνει ότι και οι Τούρκοι συμμερίζονται ακριβώς την ίδια άποψη γι’ αυτές τις δηλώσεις, μια και προφανώς τις αντιμετωπίζουν με πλήρη αδιαφορία. Κατά τη γνώμη μου θα ήταν πολύ πιο υπεύθυνη στάση να βγει κανείς και να μιλήσει ανοιχτά στους πολίτες της χώρας, να τους πει για τους κινδύνους που αντιμετωπίζει η χώρα και, αν είναι αρκετά θαρραλέος (πράγμα μάλλον απίθανο), να τους υπενθυμίσει ποιοι μπορεί να κρύβονται πίσω από αυτές τις ανούσιες διαβεβαιώσεις, προσπαθώντας να μας εξωθήσουν σε συζητήσεις που θα έθεταν σε κίνδυνο την εθνική μας κυριαρχία. Πράγματι -για να επανέλθουμε στο επιχείρημα που απορρέει από το διεθνές δίκαιο και τη διεθνή πρακτική- δεν θεωρούνται άραγε ελληνικές εδώ και εβδομήντα χρόνια, και μάλιστα βάσει του διεθνούς νομικού καθεστώτος, οι βραχονησίδες που διεκδικεί σήμερα η Τουρκία; Οι πρόσφατες παραβιάσεις του εναέριου και του θαλάσσιου χώρου μας δεν μπορεί παρά να αποσκοπούν στην καθιέρωση μιας de facto κατάστασης, την οποία, εν ευθέτω χρόνω, η Τουρκία μπορεί να «ρίξει» στο τραπέζι των συζητήσεων ως «διαπραγματευτικό ατού». Λυπούμαι που το λέω, αλλά το θεωρώ απολύτως λογικό η Τουρκία να εκμεταλλευτεί αυτό το επιχείρημα σε νομικό επίπεδο. Κοντολογίς, το ξαναλέω: η Ελλάδα κινδυνεύει! Η αδυναμία της Ελλάδας σε μια επικείμενη διαμάχη Οταν κανείς διακρίνει προβλήματα στον ορίζοντα, οφείλει να προειδοποιεί τον λαό του. Και προσωπικά διακρίνω. Αυτό μάλιστα που αντιλαμβάνομαι ως πρωταρχικό πρόβλημα -και εξυπακούεται πως μπορεί κανείς να έχει διαφορετική γνώμη- είναι δισδιάστατο. Περιέργως, όμως, καμία από τις δύο «διαστάσεις» ή όψεις του δεν σχετίζεται με την Τουρκία. Τουναντίον, αμφότερες σχετίζονται με εμάς και τους φίλους μας. Και λέγοντας «φίλους μας» εννοώ την Αμερική και την Ευρώπη. Οποιοσδήποτε έχει διαβάσει τις απόψεις που έχω διατυπώσει σε αρκετά άρθρα μου κατά τα δύο τελευταία χρόνια θα έχει ενδεχομένως προσέξει τη βαθιά μου θλίψη για τη στάση της Αμερικής απέναντί μας, αλλά και την εξίσου βαθιά ανησυχία μου για την ικανότητα των Ευρωπαίων συμμάχων μας να μας βοηθήσουν ουσιαστικά σε μια κρίσιμη στιγμή. Εξακολουθώ να φοβούμαι ότι, εάν ποτέ εμπλεκόμασταν σε μια ένοπλη σύγκρουση με την Τουρκία, το μέγιστο που θα μπορούσαν να μας εξασφαλίσουν αυτοί οι φίλοι είναι μια «συμφωνία» ανάλογη αυτής των Ιμίων. Κατά τη γνώμη μου, μία μάς αρκεί! Η απάντησή μου για ένα τέτοιο ενδεχόμενο -η καλύτερη απάντηση που μπόρεσα να σκεφτώ, έστω και αν δεν έτυχε ευρύτερης επιδοκιμασίας- ήταν πως πρέπει να προσπαθήσουμε να βρούμε νέους φίλους. Οι σχετικές μου επισημάνσεις αγνοήθηκαν, ενώ, σε προσωπικό κύκλο, δέχτηκα και την κατηγορία πως γερνώντας είχα γίνει ρωσόφιλος. Οι κατηγορίες, όμως, που δεν βασίζονται σε επιχειρήματα, αλλά σε προκαταλήψεις, με αφήνουν τελείως αδιάφορο. Αντιθέτως, με μεγάλο ενδιαφέρον βλέπω σήμερα ότι κάποιοι έγκυροι αρθρογράφοι -λ.χ. ο γενικός διευθυντής του ΕΛΙΑΜΕΠ- μετακινήθηκαν πρόσφατα (βλ. «Καθημερινή», 15 Αυγούστου 2009) προς μια εμφανώς διφορούμενη θέση, ισχυριζόμενοι, από τη μια πλευρά, ότι «η Αθήνα ούτε μπορεί να παίξει σημαντικά μεγαλύτερο ρόλο στο πλαίσιο των ρωσικών σχεδιασμών, ούτε και θα έπρεπε να το επιδιώξει» (δική μου η έμφαση), αλλά και κλείνοντας, από την άλλη πλευρά, το ίδιο άρθρο προβάλλοντας την άποψη που πρεσβεύω εδώ και αρκετό καιρό, υπέρ μιας καλοζυγισμένης μετατόπισης της χώρας μας προς την κατεύθυνση της Ρωσίας. Η μερική αυτή προσέγγιση της πολιτικής που θεωρώ ενδεδειγμένη είναι, φαντάζομαι, καλύτερη από το τίποτε. Η κύρια ανησυχία μου όμως είναι ότι χάνουμε πολύτιμο χρόνο. Οι πρόσφατες ρωσοτουρκικές συμφωνίες για τον South Stream αποδεικνύουν ότι η Τουρκία κινείται ταχύτατα, ενώ εμείς ακόμη αμφιταλαντευόμαστε. Δυστυχώς. Εξάλλου οφείλουμε πλέον να στρέψουμε την προσοχή μας και στα δικά μας σφάλματα, διότι είναι εξίσου υπαίτια για τη δυσχερή μας θέση με τους όποιους εξωτερικούς παράγοντες. Οπως έγραψε ο λαμπρός Γάλλος διανοητής Michel de Montaigne σε ένα από τα διασημότερα δοκίμιά του, «όταν η κρίση μας προβαίνει σε μια μομφή εναντίον κάποιου άλλου ανθρώπου [...] τούτο δεν πρέπει να μας απαλλάσσει από μια εσωτερική διερεύνηση». Με άλλα λόγια, δεν πρέπει μόνο να κατηγορούμε φίλους και εχθρούς για τις ατυχίες μας, αλλά να αναρωτιόμαστε κατά πόσον σε αυτό το αποτέλεσμα έχει συμβάλει και η δική μας συμπεριφορά. Και θεωρώ πως, στην περίπτωσή μας, η συμπεριφορά μας έχει όντως συμβάλει στα προβλήματά μας, για τους ακόλουθους βασικούς λόγους. Πρώτον, έχουμε αφήσει να περάσει απαρατήρητο ένα ολόκληρο καλοκαίρι τουρκικών προκλήσεων, εκμεταλλευόμενοι (και ενθαρρύνοντας;) την επικέντρωση του Τύπου στη γρίπη των χοίρων, στις θερινές διακοπές, στο σκάνδαλο της Siemens (το οποίο, καλώς ή κακώς, ενδέχεται κάποια στιγμή να αποσοβηθεί, ώστε... να μην προκληθούν περισσότεροι και εντονότεροι πονοκέφαλοι), αλλά όχι στις κρισιμότατες εξωτερικές απειλές, και ειδικά στο πρόσφατο αμερικανικό non-paper που θέλει να καθίσουμε μαζί με τους Τούρκους και να συζητήσουμε για εδάφη και ύδατα που ανήκουν σε εμάς, αλλά που εσχάτως αποφάσισαν να τα διεκδικήσουν και οι Τούρκοι. Γιατί; Ρωτώ ξανά: ΓΙΑΤΙ; Δεύτερον, για ποιο λόγο οι περισσότερες ηγετικές μορφές της αντιπολίτευσης έχουν υιοθετήσει τόσο χαμηλό προφίλ απέναντι σε αυτά τα ζητήματα ύψιστης εθνικής σημασίας; Δεν είναι άραγε συνταγματικό τους καθήκον να επισημαίνουν τα τυχόν ελαττώματα στον χειρισμό των εθνικών ζητημάτων; Ή μήπως οι χαμηλοί τους τόνοι υποδηλώνουν ότι, σε γενικές γραμμές, συμφωνούν και οι ίδιοι με τον κυβερνητικό τρόπο χειρισμού της υποβόσκουσας κρίσης; Οταν όμως πρόκειται για τόσο κρίσιμα ζητήματα απαιτείται απόλυτη σαφήνεια, αν όχι (ιδεωδώς) κοινή αντίδραση. Θα αποφύγουμε τον Χειμώνα της Δυσαρέσκειας; Δεν μπορούμε να ξεπεράσουμε τα εξωτερικά μας προβλήματα εάν πρώτα δεν κατανοήσουμε και δεν διορθώσουμε τις εσωτερικές μας αδυναμίες. Τα ερωτήματα που έθεσα προηγουμένως πρέπει να λάβουν πλήρεις απαντήσεις προτού μπορέσουμε να διαπιστώσουμε πόσο ετοιμοπόλεμοι είμαστε - και χρησιμοποιώ τον όρο υπό έννοια ηθική και διπλωματική, όχι στρατιωτική. Θεωρώ, λοιπόν, ότι δεν είμαστε καθόλου ετοιμοπόλεμοι, και ιδού γιατί ισχυρίζομαι κάτι τέτοιο: Η κυβέρνησή μας είναι αδύναμη όχι μόνο επειδή εξαρτάται από μία ψήφο, αλλά επειδή είναι πολυάριθμοι οι «υποστηρικτές» της που ενδιαφέρονται απλώς για το επόμενο πόστο τους και δείχνουν, αν κρίνει κανείς από τα ρεπορτάζ των εφημερίδων, να αφιερώνουν υπερβολικά πολύ χρόνο στις μάχες για τη διαδοχή. Μπορεί ασφαλώς αυτή να είναι η εσφαλμένη άποψη ενός «εξωτερικού» παρατηρητή. Οπως όμως και αν έχει το πράγμα, θεωρώ ότι αυτού του είδους η συμπεριφορά θυμίζει έντονα τη λογική που επικρατεί στις καταρρέουσες αυτοκρατορίες και στα βυθιζόμενα πλοία: καθένας για τον εαυτό του. Είμαστε αδύναμοι επειδή έχουμε αδύναμη αντιπολίτευση. Το στοιχείο αυτό αποτελεί «πλεονέκτημα» για την παραπαίουσα κυβέρνηση, όχι όμως και για τη χώρα στο σύνολό της. Η αδυναμία της αντιπολίτευσης έγκειται στο γεγονός ότι, σε εξωτερικό επίπεδο, δίνει την εντύπωση -και ίσως κάνω λάθος- πως είναι πολύ πιο δεκτική προς τις αμερικανικές απόψεις από όσο θα επιθυμούσαν πολλοί Ελληνες. Η χώρα μας είναι αδύναμη διότι, και αν ακόμη νικήσει η σημερινή αντιπολίτευση στις επόμενες εκλογές, οι δημοσκοπήσεις και οι εκλογικές στρατηγικές δείχνουν ότι, πιθανότατα, κανένα κόμμα δεν θα έχει απόλυτη πλειοψηφία στη Βουλή. Η πιθανότητα αυτή μπορεί να ευχαριστεί κάποιους μηχανορράφους του πολιτικού χώρου, που ελπίζουν ότι θα έχουν έτσι μια μοναδική ευκαιρία να σχηματίσουν τεχνητές συμμαχίες και άρα να ασκήσουν μεγαλύτερο έλεγχο στην πολιτική ζωή του τόπου. Η ιστορία, όμως, καθόλου δεν συμφωνεί με την ιδέα ότι το είδος του χάους που βιώνουμε σήμερα μπορεί να θεραπευτεί μέσω παρασκηνιακών κινήσεων και μηχανορραφιών, οι οποίες, τις πιο πολλές φορές, εξυπηρετούν μόνο προσωπικές φιλοδοξίες. Καθώς και τα δύο κόμματα διαπληκτίζονται για τα σκάνδαλα ή/και την αποσταθεροποίηση ενός επιτυχούς και δημοφιλούς Προέδρου της Δημοκρατίας, η ανεργία θα συνεχίσει, κατά πάσα πιθανότητα, να αυξάνεται, το έλλειμμα του προϋπολογισμού θα μεγαλώσει, οι ακάλυπτες επιταγές θα δημιουργήσουν νέες δυσχέρειες, η εγκληματικότητα θα περιμένει πάντα μια βιώσιμη λύση, η λαθρομετανάστευση θα παραμείνει απειλητική - αν και, χάρη στη βοήθεια του Γάλλου επιτρόπου Ζακ Μπαρό (έπειτα από πρωτοβουλία, ας σημειωθεί, του Ελληνα υπουργού Εσωτερικών, και όχι Εξωτερικών), έχουν αρχίσει τουλάχιστον να λαμβάνονται κάποια μέτρα. Εάν σε αυτό το εκρηκτικό μείγμα προσθέσουμε και την υποβόσκουσα κρίση στο εξωτερικό, αυξάνονται σημαντικά οι πιθανότητες να ζήσουμε φέτος τον δικό μας Χειμώνα της Δυσαρέσκειας. Και η προσωπική μου ανησυχία σχετίζεται με το γεγονός ότι, σε στιγμές ανάλογης κρίσης, χαμένοι βγαίνουν κατά κανόνα η χώρα και οι «άνθρωποι του λαού». Γενικό συμπέρασμα Κατά τη γνώμη μου, oι επόμενοι τέσσερις μήνες θα είναι από τους πιο κρίσιμους στην πρόσφατη Ελληνική Ιστορία. Ο βασικός κίνδυνος αφορά την επιθυμία της Αμερικής, του ΝΑΤΟ και της σουηδικής προεδρίας της ΕΕ να υποχρεώσουν την Ελλάδα να επιλύσει μέσω διαπραγματεύσεων τα προβλήματα, αφενός, της ονομασίας της ΠΓΔΜ και, αφετέρου, των εντεινόμενων αξιώσεων της Τουρκίας στο Αιγαίο προκειμένου να διευκολυνθεί η ένταξη αυτής της τελευταίας στην ΕΕ. Αυτές οι πιέσεις από πλευράς «συμμάχων» είναι απαράδεκτες. Ακόμη πιο δυσοίωνη όμως είναι η διαφαινόμενη νοοτροπία πίσω από αυτές τις πιέσεις, σύμφωνα με την οποία πρέπει -κατά κάποιον τρόπο- να απομακρυνθούν από τα αξιώματά τους ο κ. Καραμανλής και ο κ. Παπούλιας, ώστε να ελαχιστοποιηθεί το ενδεχόμενο για ένα ακόμη απροσδόκητο «Βουκουρέστι» (και αναφέρομαι στον δεξιοτεχνικό χειρισμό του Ελληνα πρωθυπουργού, που την έφερε με τον πιο έξυπνο τρόπο στους Αμερικανούς). Μια τόσο κυνική νοοτροπία μπορεί μόνο να απορρέει από την άποψη -άποψη αβάσιμη, θέλω να πιστεύω- ότι οι Ελληνες πολιτικοί και δημοσιογράφοι μπορεί να αποδειχτούν πιο ευπροσάρμοστοι σε αυτού του είδους τα σχέδια σε σχέση με τον πρωθυπουργό. Καθώς οσμίζομαι συνωμοσίες στην ατμόσφαιρα, θεωρώ καθήκον μου να προειδοποιήσω τους συμπατριώτες μου για τους ελλοχεύοντες κινδύνους. *Ο κ. Βασίλης Μαρκεζίνης κατέχει τον τίτλο του «σερ», είναι νομικός σύμβουλος της βασίλισσας της Αγγλίας και μέλος σε επτά Ακαδημίες του εξωτερικού. http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=15426&subid=2&pubid=5584903 :s: | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 11:50 | |
| Βασίλειος Μαρκεζίνης: στην Ελλάδα λείπει η πίστη, το όραμα, ο ρεαλισμός : 20/12/2009Σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης, επιφανής νομικός «Θα ήθελα να της προσφέρω ό,τι μπορώ» Του Νικου Γ. Ξυδακη Ειναι ο πρώτος Ελληνας που ονομάστηκε σερ από τη βασίλισσα της Αγγλίας για το έργο του, και από τους πιο διακεκριμένους νομικούς διεθνώς στο Συγκριτικό Δίκαιο, σύμβουλος και συνομιλητής ανώτατων δικαστών και πολιτικών ηγετών ανά την Ευρώπη. Ο σερ Βασίλειος Μαρκεζίνης είναι ένας ζωηρός εξηντάρης άνδρας, με λευκά μαλλιά και γελαστά γαλάζια μάτια. Εχει τα χρώματα του Βρετανού, την ηδεία έκφραση του Ανατολίτη και το περιπαικτικό σπίθισμα βλέμματος του Μεσογειακού. Είναι όλα αυτά. Είναι Ευρωπαίος. Και είναι γοητευτικός· ακούραστος συνομιλητής με ευρύτατη θεματολογία και λεπτό χιούμορ, συναρπαστικός στις δημόσιες ομιλίες του, γνώστης της ευρωπαϊκής τέχνης, αβρός προς τις γυναίκες, φιλόφρων προς την ομήγυρη. Κατάγεται από παλαιά οικογένεια της Σαντορίνης, με ρίζες στη Βενετία· γεννήθηκε στην Αθήνα, στην οδό Λυκαβηττού, από το γενέθλιο σπίτι του ατένιζε τους αθηναϊκούς λόφους και την Ακρόπολη. Ο Σαντορινιός πατέρας του, ο Σπύρος Μαρκεζίνης, ήταν ένας από τους ευφυέστερους Ελληνες πολιτικούς μεταπολεμικά, συγγραφέας μιας αξιόλογης πολιτικής ιστορίας της Ελλάδος, που όμως συνέδεσε το όνομά του με σειρά ατυχών επιλογών και με την αποτυχημένη γέφυρα της δικτατορίας προς την ομαλότητα το 1973. Η μητέρα του ήταν ελληνορθόδοξη της Χίου με αγγλική ιθαγένεια, βαθιά θρησκευόμενη. Οι γονείς του «Ο πατέρας μου κάθε μεσημέρι, από τον καιρό που ήμουν επτά-οκτώ ετών και καταλάβαινα, μου διάβαζε κλασικούς συγγραφείς, Ιστορία κυρίως: Αρριανό, Ξενοφώντα, Θουκυδίδη... Μου μιλούσε για την Ελλάδα και την Ιστορία. Την αγάπη για τα γράμματα μού την ενέπνευσε ο πατέρας μου. Μου υπέδειξε να ερευνώ. Αν ήθελα να μάθω κάτι, κατέφευγα στην τεράστια βιβλιοθήκη του, είχα ελεύθερη πρόσβαση. Αντιθέτως, δεν είχα πρόσβαση στα παιχνίδια του... Είχε εξαιρετική συλλογή από τρενάκια και μεκανό, με τα οποία έπαιζε μόνος του». Η μητέρα του προσέφερε τη συναισθηματική αγωγή. «Η μητέρα μου προσευχόταν, πίστευε. Μ' έμαθε να βλέπω τη φτώχεια, τους αδύναμους, τους δυστυχείς. Μου μετέδωσε μια αίσθηση δικαίου και αλληλεγγύης, ταπεινότητας, ηθικής ακεραιότητας. Με έκανε αυτό που είμαι». Σερ Μαρκεζίνη... Παρακαλώ, Βασίλης, μόνο Βασίλης... Μιλά ελληνικά με ευφράδεια και ορμή, με ελάχιστες αγγλικές και γαλλικές λέξεις πού και πού· μιλά καλοσυνταγμένα «παλαιά» ελληνικά, με ακρίβεια, με άρωμα καθαρεύουσας, με τριτόκλιτα, με διακριτές τις προθέσεις. «Το σχολείο μου ήταν εις την οδό Νεοφύτου Βάμβα, η Σχολή του Ι. Μ. Παναγιωτόπολου. Τα περί Κολεγίου είναι παρεξήγησις...» Τιμές και παράσημα Τρώει πολύ λίγο, πίνει ελάχιστο κρασί, λευκό. Είναι ντυμένος πάντα με μπλέιζερ σταυρωτό, πουκάμισα με λεπτά καρό, ζωηρόχρωμες σταμπωτές γραβάτες, υποθέτω Herm�s ή Ferragamo. Στις διαλέξεις του εμφανίζεται με σταυρωτό κοστούμι μπλε pinstripe, τυπικού βρετανικού στυλ. Στην μπουτουνιέρα του, διακριτικό, ένα σειρητάκι: Υπενθύμιση του «Σερ» ή κάποιου Μεγαλόσταυρου. «Με ρωτούν για τα παράσημα και τις τιμές, τις ακαδημίες. Κοιτάξτε, όλα αυτά μου απονεμήθηκαν όχι φιλοφρονητικά, γιατί είμαι πολιτικός ή πρέσβης, αλλά για την έμπρακτη προσφορά μου στο Δίκαιο και την ευρωπαϊκή υπόθεση. Αυτό ήταν το σκεπτικό του Προέδρου της Γαλλικής Δημοκρατίας, της Ιταλίας, της Γερμανίας... Και η Βρετανία, η δεύτερη πατρίδα μου, δεν χαρίζει εύκολα αξιώματα και τιμές. Δούλεψα πολύ σκληρά, μα πάντα αμετακίνητος από τις αρχές μου και την ελευθερία της σκέψης μου». Ποια χρόνια νοσταλγείτε; Δεν διστάζει: «Αυτά που ζω τώρα, απαλλαγμένος από πολλές ακαδημαϊκές φροντίδες!». Αμέσως συμπληρώνει: «Τα ωραιότερα χρόνια της ζωής μου τα πέρασα στο Κέμπριτζ, νέος καθηγητής και οικογενειάρχης. Ειδυλλιακή ζωή, ήρεμη, σε ένα πνευματικό και πανέμορφο περιβάλλον, ιδανικό για να μεγαλώσουν τα παιδιά. Ο πρώτος περισπασμός προήλθε από το Πανεπιστήμιο του Κορνέλ, όταν με προσκάλεσαν να διδάξω στην περίφημη Νομική Σχολή του. Δέχθηκα, υπό τον όρο να πηγαίνω μόνο δύο μήνες τον χρόνο. Εκτοτε, μεγάλο μέρος της ζωής μου περνά σε αεροπλάνα και ξενοδοχεία...». Στην Αγγλία γνώρισε τη σύζυγό του. «Η Ευγενία ήταν κόρη του Γεωργίου Τρυπάνη, διευθύνοντος συμβούλου των εταιρειών Νιάρχου. Είναι ειδική στη ρωσική λογοτεχνία. Εγώ ζούσα στον κόσμο μου, των γραμμάτων. Για δώρο αρραβώνων, φανταστείτε, της πήγα ένα βιβλίο, τα Πολιτικά του Αριστοτέλη! Ευτυχώς έχει χιούμορ και με αγαπά, έτσι είμαστε ακόμη μαζί!». Η οικογένειά του ζει στην Οξφόρδη. Δεν έχει σπίτι στην Αθήνα. «Δεν υπάρχει τίποτε από την οικογενειακή περιουσία. Ο πατέρας μου τα έχασε όλα. Ζούσε στο νοίκι. Τα πούλησε όλα, μέχρι και την περίφημη βιβλιοθήκη του, 40.000 τόμους. Ηταν από τους πολιτικούς που πέθαναν στην ψάθα». Ο Σπύρος Μαρκεζίνης Ο πατέρας σας εξακολουθεί να προκαλεί ερωτήματα ως πολιτικός άνδρας. Λένε ότι ήταν ο ευφυέστερος της γενιάς του, χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία. «Ολοι με ρωτούν. Ηταν αναμφισβήτητα ευφυής και φιλόδοξος - και δεν το έκρυβε. Ηταν υπερήφανος, ξέκοβε αν δεν συμφωνούσε με κάτι. Για να τον καταλάβετε, πρέπει να σκεφθείτε ότι μεγάλωσε σε μια αυστηρά ανδροκρατική κοινωνία, ο μοναχογιός μιας πολύ ισχυρής και φιλόδοξης μητέρας, πλάι σε τρείς αδελφές. Ο πατέρας μου ανατράφηκε με μια αποστολή: να διακριθεί. Το μεγαλύτερο σφάλμα του ήταν το 1961, όταν εξελέγη με την Ενωση Κέντρου, παίρνοντας 100.000 ψήφους στην Αθήνα, εκπληκτικό νούμερο, και κατόπιν τα έσπασε και αποσχίσθηκε. Αυτό ήταν το τέλος του, νομίζω. Πολύ αργότερα, το '73 ανέλαβε να στήσει τη γέφυρα ανάμεσα στους συνταγματάρχες και τον κοινοβουλευτικό κόσμο, μια αποστολή πολύ δύσκολη, στην οποία είχε την ενθάρρυνση πολλών πολιτικών τότε. Το Πολυτεχνείο όμως άλλαξε τον ρουν της ιστορίας. Ο πατέρας μου έκανε το σφάλμα τότε να αναλάβει ευθύνες που δεν του ανήκαν. Ηταν αποκομμένος, δεν είχε ενημέρωση ούτε επιρροή στα γεγονότα. Εκείνη τη δραματική βραδιά ήμασταν σπίτι μόνοι, εκείνος κρατούσε το κεφάλι του σιωπηλός, η μητέρα μου προσευχόταν στο δωμάτιό της...». Κλίση στις τέχνες Ο πατέρας σας δεν σας ώθησε προς την πολιτική; «Οχι. Με ώθησε όμως προς τη Νομική. Εγω ήθελα να γίνω ζωγράφος, είχα κλίση. Στα δεκατρία μου ζωγράφισα γυμνό εκ του φυσικού· πρωτοείδα εφήβαιο, του μοντέλου. Αντίκρισα αυτό που λέει ο Θεοτοκάς «το σπήλαιο της ανθρώπινης αναδημιουργίας», έμεινα εμβρόντητος για μισή ώρα, κι ύστερα άρχισα να ζωγραφίζω. Οι δάσκαλοι ζωγραφικής πρότειναν στον πατέρα μου να πάω στη Σχολή Καλών Τεχνών, αυτός αρνήθηκε. Στράφηκα στη μουσική... Ωστόσο, η τέχνη υπό όλες τις μορφές της δεν έπαψε ποτέ να με συντροφεύει και να προσφέρει συγκινήσεις. Ο αγαπημένος μου συγγραφέας είναι ο Γκαίτε. Στο πρόσφατο βιβλίο με τις ψυχοβιογραφίες μεγάλων ανδρών («Τhe duality of genius»), θεμελιώνω την υπόθεση, βάσει των επιστολών του, ότι ο Γκαίτε ήταν κρυφός ομοφυλόφιλος». Η μικρή μας χώρα χρειάζεται πολλούς φίλους, μια πολυγαμική πολιτική Είσθε πατριώτης; «Την αγαπώ την πατρίδα μου». Το πρόσωπο του σερ Βασίλειου γλυκαίνει. «Στα παιδικά μου χρόνια έπεφτε βαριά ακόμη η σκιά του εμφυλίου. Τα κυριακάτικα πρωινά περνούσε από τη Σόλωνος η μπάντα και έπαιζε εθνικά εμβατήρια. Σε αυτή την πληγωμένη πατρίδα σπούδασα, έκανα τα πρώτα βήματά μου. Θα ήθελα να της προσφέρω ό, τι μπορώ...». Θα δεχόσασταν ένα αξίωμα στην Ελλάδα; Αν σας πρότειναν να πάτε επίτροπος στην Ευρωπαϊκή Ενωση, που τόσο καλά γνωρίζετε, ή αν σας πρότειναν κάποια στιγμή να είσθε υποψήφιος για την Προεδρία της Δημοκρατίας; «Φιλοδοξία μου είναι να προσφέρω ένα πετραδάκι στην πατρίδα, και όχι να ζητώ τίτλους και αμοιβές. Ετυχα πολλών τιμών στη δεύτερη πατρίδα μου, τη Βρετανία, και σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες. Ισως αξιώθηκα και περισσότερες τιμές απ' ό, τι αξίζω. Είχα τύχη αγαθή. Οι πολιτικοί διορισμοί όμως που αναφέρετε προϋποθέτουν συμφωνίες κομμάτων. Γιατί λοιπόν να επιλέξουν εμένα, που δεν ανήκω σε κανένα κόμμα; Βεβαίως θα ήταν η υψίστη των τιμών να υπηρετήσω την πατρίδα μου. Αλλά σκεφθείτε ότι η οικογένειά μου, η ζωή μου, είναι στην Αγγλία, οπότε όλα θα απαιτούσαν βαρύ τίμημα». Πώς βλέπετε σήμερα την Ελλάδα; «Λείπει το όραμα. Λείπει η ειλικρίνεια, λείπει και ο ρεαλισμός. Πάνω απ' όλα όμως λείπει το όραμα, η πίστη και η φρόνιμη δράση. Η πατρίδα μας βρίσκεται εν μέσω κρίσης, όχι μόνο οικονομικής, αλλά και διεθνούς και κοινωνικής. Εχουμε στερήσει τη νεολαία από το όνειρο και την αισιοδοξία, κι αυτό ακυρώνει τον νέο κόσμο, ματαιώνει τις αλλαγές. Η ανεξέλεγκτη μετανάστευση φθείρει διαρκώς τη χώρα, όπως φθείρει και την Ευρώπη, η οποία οφείλει να αποβάλει την υποκρισία και την αναβλητικότητα και να στραφεί αρωγός προς τις χώρες προέλευσης των μεταναστών. Η γείτων Τουρκία επίσης απαιτεί εντελώς άλλο χειρισμό· είναι μια δυναμική μεγάλη χώρα, με πολύ δραστήρια και ικανή διπλωματία, ανοιχτή σε πολλά μέτωπα ταυτοχρόνως. Ισως μας απειλήσει στο μέλλον, που το απεύχομαι. Προς το παρόν, η ορμητική Τουρκία απειλεί τη συνοχή της Ε. Ε. εφόσον προχωρήσει η ένταξή της». Κριτική στην Αμερική Λέγεται ότι είσθε αντιαμερικανός... Χαμογελά. «Περίμενα αυτή την ερώτηση. Είναι όμως τόσο επιπόλαιες οι αιτιάσεις για αντιαμερικανισμό... Ισως διότι είχαν κατηγορήσει και τον πατέρα μου. Σας λέγω λοιπόν: Αγαπώ και θαυμάζω τον αμερικανικό λαό και η Αμερική με έχει τιμήσει, αλλά διατηρώ το δικαίωμα να ασκώ κριτική στην άφρονα πολιτική του αμερικανικού κατεστημένου. Η διακυβέρνηση Μπους - Τσένι έγραψε τις πιο μελανές σελίδες στην ιστορία της σύγχρονης Αμερικής. Το ίδιο κατεστημένο, αυτό που υποκινεί τυχοδιωκτικούς πολέμους, υπονομεύει τώρα τον χαρισματικό πρόεδρο Ομπάμα. Σε αυτή την Αμερική ασκώ κριτική, την ίδια που βρέθηκε αναμεμιγμένη στις ατυχέστερες στιγμές της πρόσφατης ελληνικής ιστορίας: στην αποστασία του '65, στο πραξικόπημα του '67, στην κυπριακή τραγωδία το '74. Δυστυχώς, στις επεμβάσεις αυτές υπήρξαν και δικοί μας, Ελληνες, πρόθυμοι να συνδράμουν, πρόθυμοι να χρησιμοποιηθούν... Και αυτή η ελληνική στάση με θλίβει περισσότερο απ' όλα». Πολίτης της Ευρώπης Φιλορώσος μήπως; «Ούτε φιλορώσος ούτε φιλοαμερικανός... Γεννήθηκα Ελληνας και είμαι πολίτης της Ευρώπης. Το μεγαλύτερο μέρος της 42χρονης επιστημονικής και ακαδημαϊκής μου καριέρας το διέθεσα για τη βαθύτερη αλληλοκατανόηση των ευρωπαϊκών κρατών και για μια ισχυρή δημοκρατική Ευρώπη. Υπήρξα σύμβουλος και μεσολαβητής σε κρίσιμες αποφάσεις, συνεργάσθηκα με πολιτικούς ηγέτες, ανώτατους δικαστές, κορυφαίους νομικούς. Δυστυχώς θλίβομαι όταν βλέπω σήμερα την Ευρώπη να οδεύει χωρίς όραμα και συχνά να σύρεται πίσω από την αμερικανική πολιτική. Μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου, η Ευρώπη οφείλει να ορίσει τη νέα γεωπολιτική ατζέντα προς όφελός της και προς όφελος της ειρήνης σε όλο τον πλανήτη. Η Ρωσία και η Κίνα θα πρέπει να είναι στις πρώτες προτεραιότητές της, αλλά και η Ινδία και το Ιράν. Ο κόσμος μας αλλάζει ταχύτατα, οι ισορροπίες μεταβάλλονται διαρκώς, η πολιτική είναι κατ' εξοχήν δυναμική έννοια. Για την Ελλάδα αυτά ισχύουν ακόμη περισσότερο. Η μικρή μας χώρα χρειάζεται πολλές σχέσεις, πολλούς φίλους, χρειάζεται μια πολυπολική πολιτική. Πολυγαμική πολιτική την ονομάζω μάλιστα, για να δείξω ότι δεν πρέπει να είναι ηθικολογούσα και συμβατική. Μόνος οδηγός μας πρέπει να είναι το συμφέρον της πατρίδας, σε ιστορική προοπτική, μακριά από κάθε κομματικό ή ατομικό συμφέρον». Oι σταθμοί του 1944 Γεννήθηκε στην Αθήνα. 1965 Πτυχιούχος της Νομικής Αθηνών και τρία χρόνια αργότερα διδάκτωρ Νομικής Αθηνών 1970 Διδάκτωρ Φιλοσοφίας Πανεπιστημίου Κέμπριτζ. Νυμφεύεται την Ευγενία Τρυπάνη και ένα χρόνο μετά γεννιέται η κόρη του Julietta. Το 1976 γεννιέται ο γιος του Σπύρος. 1980 Από αυτή τη χρονιά και μετά ανακηρύσσεται επίτιμος διδάκτωρ στα Πανεπιστήμια Κέμπριτζ, Οξφόρδης, Γάνδης, Μονάχου, Παρισίων, Αθηνών και επισκέπτης καθηγητής στα Πανεπιστήμια Κορνέλ, Μίτσιγκαν, Μπέρκλεϊ, Τουλέιν. 1989 Αντεπιστέλλον μέλος της Ακαδημίας του Βελγίου, της Ακαδημίας Αθηνών, της Ακαδημίας της Ολλανδίας, της Γαλλικής Ακαδημίας, της Ακαδημίας της Ρώμης. τακτικό μέλος της Βρετανικής Ακαδημίας και της Αμερικανικής Ακαδημίας Δικαίου. 1995 Τακτικός καθηγητής Συγκριτικού Δικαίου στην Οξφόρδη. Ιδρύει το Ινστιτούτο Συγκριτικού Δικαίου της Οξφόρδης. 1996 Νομικός σύμβουλος (επί τιμή) της Βασίλισσας της Αγγλίας. 2001 Του απονέμεται ο Ανώτατος Ταξιάρχης του Τάγματος της Τιμής της Γερμανίας, ο Μεγαλόσταυρος της Τιμής της Ιταλικής Δημοκρατίας (2002) και ο Μεγαλόσταυρος της Αξίας της Γαλλικής Δημοκρατίας (2003). 2005 Του απονέμεται ο τίτλος του Σερ από τη Βασίλισσα της Αγγλίας διά εξαιρέτους υπηρεσίας εις τον τομέα της Διεθνούς Συνεργασίας και Διεθνών Σχέσεων. | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 11:58 | |
| Η διαστρεβλωτική επιρροή των ΜΜΕ : 08/02/2010Ρόλος των ΜΜΕ είναι, πρωτίστως, να πληροφορούν το κοινό για τις εξελίξεις στον δημόσιο και τον κοινωνικό βίο, να δημοσιοποιούν και, εντός συγκεκριμένων νομικών ορίων, να διερευνούν περιπτώσεις κατάχρησης εξουσίας και, μέσα από το έργο των εκπροσώπων τους που έχουν το απαραίτητο διανοητικό υπόβαθρο, να ενθαρρύνουν το ευρύ κοινό να σκέφτεται σε βάθος τα μεγάλα ζητήματα των ημερών. Σε πολλές περιπτώσεις, όμως, τα ΜΜΕ αποτελούν για τους ιδιοκτήτες τους ένα μέσο ενίσχυσης της εξουσίας τους και του κοινωνικού γοήτρου τους, έναν έμμεσο τρόπο προώθησης των επιχειρηματικών δραστηριοτήτων τους και, με τη βοήθεια μερικών από τους συντάκτες των κειμένων που δημοσιεύονται καθημερινά στις σελίδες τους ή διαβάζονται κατά τη διάρκεια των ραδιοφωνικών ή τηλεοπτικών προγραμμάτων τους, ένα μέσο επηρεασμού της κυβερνητικής πολιτικής ή ακόμη και συμβολής στην ανάδειξη κυβερνήσεων και αρχηγών πολιτικών κομμάτων κατά τρόπο που να συμφωνεί με τις απόψεις και τις πεποιθήσεις τους. Παρ’ ότι κανένα από αυτά τα χαρακτηριστικά δεν είναι καινοφανές, η σημερινή τους ένταση, κυριολεκτικά, δεν έχει προηγούμενο. Το συγκεκριμένο φαινόμενο, σε συνδυασμό με το γεγονός ότι αυτή η πολιτική πηγή εξουσίας, αντίθετα με τις περισσότερες άλλες, δεν ελέγχεται κατ’ ουσίαν από κανέναν, σημαίνει ότι τα σημερινά ΜΜΕ έχουν μάλλον διαστρεβλωτικό αντίκτυπο στον σύγχρονο πολιτικό βίο. Το φαινόμενο αυτό παρατηρείται σε όλο τον κόσμο, όχι μόνο στην Ελλάδα. Η (διαστρεφική) εξουσία, φέρ’ ειπείν, που ασκούν διάφορες ομάδες συμφερόντων στην αμερικανική και τη βρετανική κυβέρνηση έχει σχολιαστεί κατ’ επανάληψη. Η πρακτική αυτή είναι εντυπωσιακή και, στον ίδιο βαθμό, επικίνδυνη. Στη δική μας χώρα, αυτή η «τάση» να μη σχολιάζεις, να μην ασκείς κριτική, να μην ενημερώνεις, αλλά, συγχρόνως, να «καθορίζεις» (α) ποιοι θα είναι οι ηγέτες και (β) ποια θα είναι τα ζητήματα με τα οποία αυτοί θα ασχοληθούν, έχει εκδηλωθεί υπό δύο αξιοσημείωτες και αντιθετικές μορφές: από τη μια πλευρά, υπερδραστηριότητα, από την άλλη, παθητικότητα. Μερικοί σχολιαστές διέκριναν την πρώτη μορφή στην άκρως παραποιημένη προώθηση ενός από τα άτομα που ήταν υποψήφια για τη θέση του αρχηγού της ΝΔ. Περισσότεροι όμως ήταν εκείνοι που επέκριναν δριμύτατα τη δεύτερη μορφή, διακρίνοντάς τη στη γενική σιωπή που επικράτησε ως προς τα εξωτερικά ζητήματα κατά την πρόσφατη προεκλογική περίοδο, σιωπή η οποία επικρατεί ακόμη και σήμερα, που τα εκκρεμή εξωτερικά ζητήματα πλησιάζουν σε κρίσιμο σημείο. Η σιωπή αυτή, θα έλεγε κανείς, ενθαρρύνθηκε από τις κοινές αλλά, εν προκειμένω, εσφαλμένες προσδοκίες για τα εκλογικά αποτελέσματα, τα οποία, κατά τη γνώμη ορισμένων, θα διευκόλυναν λύσεις στις οποίες κανένα μεμονωμένο κόμμα δεν θα είχε το θάρρος να προβεί. Το πώς θα εξηγήσει κανείς την πρώτη στάση εξαρτάται από την πληροφόρηση, τη διαισθητική αντίληψη, τις προσωπικές προκαταλήψεις ή τον κυνισμό. Υπάρχει ενδεχομένως περιθώριο να συνδυαστούν και τα τέσσερα αυτά στοιχεία. Αξιοσημείωτο όμως είναι ότι αυτή η συνήθεια -αυτή η «δίψα» για τη δυνατότητα ανάδειξης μελλοντικών πρωθυπουργών οι οποίοι να ανταποκρίνονται στο προφίλ που προτιμούν αυτοί που τους προωθούν, μοιάζει να εντείνεται παρά το γεγονός ότι ο λαός δεν ξεγελιέται εύκολα πλέον. Ετσι, πρωθυπουργοί που αναμενόταν να ηττηθούν με οριακή διαφορά αποπέμπονται τελικά με τον πιο βάναυσο τρόπο, διάδοχοι που αναμενόταν να αναλάβουν αρχηγική θέση παραμερίζονται αίφνης, παρ’ όλη τη δύναμη των πανίσχυρων οργανισμών υποστήριξής τους. Θα λέγαμε, μάλιστα, ότι τακτικές κινήσεις ανάλογες με εκείνες που έγιναν πρόσφατα ώστε να προβληθεί η κ. Μπακογιάννη (εν σχέσει με τον αντίπαλό της) ως υπόδειγμα πολιτικής ηθικής και αποφασιστικότητας στην εξωτερική πολιτική παρατηρήθηκαν και όταν ο κ. Παπανδρέου είδε το κύρος του να αμφισβητείται κατά χονδροειδή τρόπο το 2007. Και στις δύο περιπτώσεις, τα αποτελέσματα που επιθυμούσαν ορισμένοι δημοσιογράφοι δεν επιτεύχθηκαν. Επισημαίνοντας αυτά τα φαινόμενα εξυπακούεται ότι δεν εστιάζομαι κυρίως στα άτομα. Τονίζω απλώς ότι η μερίδα των ΜΜΕ που επεδίωξε δύο φορές τα τελευταία χρόνια να αποκτήσει την εν λόγω εξουσία, δεν τα κατάφερε. Είναι ανθρώπινο να κάνεις λάθη, είναι όμως ανόητο να τα επαναλαμβάνεις. «Viva el Popolo!», λοιπόν - «Ζήτω ο Λαός!», ο οποίος δεν έπεσε θύμα των παρασκηνιακών δημοσιογραφικών κινήσεων. Και τούτο ας το λάβουν σοβαρά υπόψη τους όσοι πιστεύουν ότι τα κατεστημένα συμφέροντα μπορούν, όσο εύκολα μπορούσαν κάποτε, να επιβάλουν τους κυβερνήτες που τα ίδια προτιμούν: μολονότι αυτή η δύναμη δεν έχει πεθάνει, έχει οπωσδήποτε μειωθεί σημαντικά. Το δεύτερο μειονέκτημα των ΜΜΕ δεν είναι άσχετο με το πρώτο, εφόσον, για διάφορους και σύνθετους λόγους, μπορούν να επιλέξουν ποια θέματα θα προωθήσουν ή θα αποσιωπήσουν -όχι ανάλογα με την εγγενή τους αξία, αλλά σύμφωνα με την αξιολόγηση των δημοσιογράφων σχετικά με το τι πρέπει ή δεν πρέπει να αποτελεί αντικείμενο δημόσιου διαλόγου. Το γεγονός ότι υφίσταται αυτή η δύναμη είναι αδιαμφισβήτητο. Λιγότερο ξεκάθαρα είναι τα κριτήρια βάσει των οποίων τα ΜΜΕ πραγματοποιούν αυτήν τη θεματική επιλογή. Οι πιο αμφιλεγόμενοι παράγοντες που ενδεχομένως -και, αν ναι, κακώς- έχουν επηρεάσει αυτές τις αποφάσεις είναι τα συμφέροντα ορισμένων ξένων χωρών, ακόμη μάλιστα και εκείνων που υποτίθεται ότι είναι φίλιες χώρες και λέγεται ότι ευνοούν ορισμένα πρόσωπα ή έναν ορισμένο τρόπο δράσης. Η ολέθρια περίοδος της δεκαετίας του ‘60 και των αρχών της δεκαετίας του ‘70 περιλαμβάνει τρία από τα χειρότερα παραδείγματα εξωτερικού παρεμβατισμού στη διοίκηση της χώρας μας -1965, 1967, 1974- γεγονός για το οποίο κάποια ελληνικά ΜΜΕ δεν είναι καθόλου άμοιρα ευθυνών. Είναι γεγονός ότι η απουσία ενός ανοικτού και πλήρους διαλόγου για τα εξωτερικά ζητήματα έχει ήδη επισημανθεί από αρκετούς αρθρογράφους, οπότε δεν χρειάζεται εδώ να τη σχολιάσω εκ νέου. Πρόσφατα, επισημάνθηκαν επίσης ορισμένες ενδείξεις -εσφαλμένες, ελπίζω- ότι στη χώρα μας θα επιτραπεί να ακολουθήσει (φαινομενικά ή πραγματικά) σκληρή στάση ως προς ένα ζήτημα (την πΓΔΜ), ώστε, έπειτα, να σταθεί σχετικά πιο «ελαστική» ως προς άλλα, σημαντικότερα ζητήματα: το ευρωπαϊκό μέλλον της Τουρκίας και τις εν γένει σχέσεις μας μαζί της. Δυστυχώς, τόσο ο κ. Λυγερός όσο και άλλοι αρθρογράφοι που προέβλεψαν αυτές τις κινήσεις αποδεικνύονται σήμερα σωστοί. Εν προκειμένω, οι παραλείψεις είναι δύο. Το ευρύ κοινό πρέπει, για διάφορους λόγους, να ενημερωθεί για τα ζητήματα και τους κινδύνους που δεν έχουν συζητηθεί μέχρι τώρα. Κατά πρώτο λόγο, η ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας δεν αποτελεί ζήτημα -ή μάλλον πρόβλημα- μόνο για την Ελλάδα και την Τουρκία, είναι πρόβλημα για την Ευρώπη στο σύνολό της, καθώς και για όλους όσοι θέλουν να δουν την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να προοδεύει και να ευδοκιμεί. Θεωρώ ότι όσοι δεν βλέπουν με καλό μάτι αυτή την προοπτική -η Αμερική, η οποία δεν θα έπρεπε να παρεμβαίνει καν, αλλά και η Βρετανία, η οποία ποτέ δεν μπορεί να αποφύγει τις παρεμβάσεις στις υποθέσεις της ηπειρωτικής Ευρώπης, της οποίας το πνεύμα κατά τα άλλα δεν ασπάζεται- είναι εντούτοις ιδιαίτερα θετικοί απέναντι στις αλλεπάλληλες διευρύνσεις, καθ΄ότι δυσχεραίνουν την ολοκλήρωση και εμποδίζουν την εύρυθμη λειτουργία της Ευρώπης. Οχι μόνο δεν είμαι ο μοναδικός που προβάλλει αυτό τον ισχυρισμό, αλλά, ως άνθρωπος που έχει περάσει όλη του τη ζωή εργαζόμενος στην Ευρώπη και για την Ευρώπη, θεωρώ επίσης ότι ξέρω πολύ καλά για τι μιλάω. Η ουσία των απόψεών μου έχει επίσης εμφανιστεί και σε πολλές αμερικανικές επιθεωρήσεις στρατηγικής -ή και στρατιωτικών πληροφοριών. Κατόπιν τούτου, δεν θα έπρεπε άραγε τα ζητήματα αυτά να εμφανίζονται, έστω και για λίγο, σε έναν κοινοβουλευτικό διάλογο και, ασφαλώς, στα ΜΜΕ της χώρας μας; Για να το θέσω απλά: η ένταξη της Τουρκίας στην ΕΕ θα ακύρωνε για πάντα κάθε πιθανότητα βαθύτερης ολοκλήρωσης. Και η προοπτική αυτή μόνο την Αγγλία και την Αμερική θα ικανοποιούσε. Κατά δεύτερο λόγο, η επίλυση της χρηματοοικονομικής κρίσης της Ελλάδας δεν εξαρτάται μόνο από την προθυμία της, ή και την ικανότητά της, να προβεί σε εξοικονομήσεις και περικοπές, τις οποίες η προηγούμενη κυβέρνηση καθυστέρησε να υλοποιήσει αποκλειστικά και μόνο για προεκλογικούς λόγους -τις ευρωεκλογές του Ιουνίου και τις βουλευτικές εκλογές του Οκτωβρίου. Εξαρτάται επίσης από τη δυνατότητα οικονομικής υποστήριξης που θα δρομολογηθεί, ή και θα προέλθει, από τον πυρήνα των αμερικανικών επιχειρηματικών οργανισμών. Μια τέτοια κίνηση θα επιβεβαίωνε την καλή θέληση της οποίας απολαύει ο Ελληνας πρωθυπουργός στις ΗΠΑ. Και πάλι, όμως, δεν θα έπρεπε άραγε αυτές οι κινήσεις να δημοσιοποιούνται πλήρως και οι πιθανές πολιτικές συνέπειές τους να τίθενται υπό ενδελεχή εξέταση; Πράγματι, τι θα είχαμε να πούμε για το τίμημα που μπορεί να συνεπάγεται αυτή η εύνοια; Και όταν μιλώ για τίμημα, δεν αναφέρομαι στο κόστος (δηλαδή τον τόκο) της -τελικής- αποπληρωμής αυτής της οικονομικής υποστήριξης. Πιθανολογώ ότι η εν λόγω υποστήριξη θα συνδεθεί με δικές μας παραχωρήσεις σε πολιτικό επίπεδο. Ας ξεκαθαρίσω ότι σκοπίμως έγραψα τη λέξη πιθανολογώ με πλάγια στοιχεία, διότι ελπίζω ότι αυτό το εφιαλτικό ενδεχόμενο είναι απλώς καρπός της δικής μου γόνιμης φαντασίας και δεν πρόκειται να γίνει πραγματικότητα, αν και κάποιες πρόσφατες δηλώσεις υψηλά ιστάμενων στελεχών της κυβέρνησης θα μπορούσαν να εκληφθούν ως προμηνύματα μιας τέτοιας υποχώρησης. Γιατί όμως φοβάμαι τόσο τις ξένες παρεμβάσεις στις υποθέσεις μας; Πρώτον, επειδή έχω μελετήσει την ιστορία μας και γνωρίζω ότι, κατά τη νεότερη περίοδο, η Ελλάδα έχει υποφέρει περισσότερο από τις παρεμβάσεις των ανταγωνιστικών «φίλων» της παρά από τις πολιτικές των πραγματικών εχθρών της. Δεύτερον, επειδή, όπως κατ’ επανάληψη έχω τονίσει, δεν έχουμε καταφέρει να προσαρμόσουμε την εξωτερική πολιτική μας στο γεγονός ότι έχει πλέον παρέλθει η εποχή που η Αμερική ήταν η μοναδική ηγεμονική δύναμη στον κόσμο. Το ότι οι προτάσεις μου δεν έχουν ληφθεί σοβαρά υπόψη δεν προξενεί καμία εντύπωση -σε εμένα τουλάχιστον. Αυτό που με φοβίζει όμως είναι η ανησυχητική απουσία εναλλακτικών προτάσεων, μια και το σημερινό διεθνές καθεστώς δεν εγγυάται καμία απολύτως ασφάλεια για τη χώρα μας. http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=15426&subid=2&pubid=10082878 | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 12:03 | |
| Χρειαζόμαστε νέους ηγέτες, με όραμα και θάρρος : 08/09/2010Σε μια εποχή σαν αυτή που ζούμε τώρα, όλοι έχουν τις απορίες και τις αγωνίες για το αύριο. Ολοι προσπαθούν να δώσουν εξηγήσεις για όσα έγιναν και αναζητούν λύσεις. Αμεσες λύσεις. Σε τέτοιες δύσκολες στιγμές, μόνο ένας ειδικός μπορεί να φωτίσει όλες τις πλευρές του προβλήματος. Κάνοντας αυτές τις σκέψεις, το μυαλό μου πήγε στο sir Βασίλειο Μαρκεζίνη. Τον Ελληνα καθηγητή και ακαδημαϊκό. Αυτός θα μπορούσε να αναλύσει, να επισημάνει και να προτείνει πιθανές διεξόδους από το λαβύρινθο. Προσπάθησα να επικοινωνήσω μαζί του, γνωρίζοντας ότι δεν θα είναι και τόσο εύκολο, μιας και σίγουρα δεν ήμουν ο μόνος που θα έκανε αυτή τη σκέψη. Πίστευα όμως ότι τελικά θα πετύχω. Αυτό που δεν περίμενα όμως ήταν δύο αστάθμητοι παράγοντες: -Ο πρώτος: Είχε σπάσει το γόνατό του και είχε καθηλωθεί στο σπίτι και -ο δεύτερος: Οι 520 σελίδες του νέου του βιβλίου τον είχαν καθηλώσει στο γραφείο του. Αυτά τα δύο στοιχεία προκάλεσαν μια κάποια καθυστέρηση, όμως δημιούργησαν και τις βάσεις μιας πιο αναλυτικής συνέντευξης. Τα ερωτήματα, στο μεταξύ, είχαν πληθύνει, αλλά και το γόνατο είχε τις δικές του απαιτήσεις. Ακόμη και ο γιατρός του δεν κατάφερε να τον πείσει για γενική αναισθησία και χειρουργική επέμβαση. Υπήρχε φόβος, σε αυτή την περίπτωση, να πάει πίσω η έκδοση του βιβλίου. Προτίμησε λοιπόν την επέμβαση χωρίς αναισθητικό. Ετσι -μετά τη μεσολάβηση ενός κοινού φίλου- ήρθε η στιγμή της τηλεφωνικής μας επικοινωνίας. Τότε όλα είχαν ωριμάσει και η συνομιλία μας καταγράφηκε από το μικρό μου μαγνητόφωνο. Το σπίτι του στην Οξφόρδη και το γραφείο με θέα σε έναν καταπράσινο κήπο. Εξω λιακάδα ελληνική και όχι λονδρέζικη συννεφιά. Εξω οι εξελίξεις σε παγκόσμιο επίπεδο τρέχουν. Μέσα στο γραφείο πάντα ηρεμία, αν και ποτέ δεν είναι μόνος... Φίλος και σύντροφος, ο πανέμορφος Οτι. Περιμένει πάντα ένα μπισκοτάκι από τον κύριό του. Μερικές φορές, κυκλοφορεί ανάμεσα στα χειρόγραφα και η Νταίζη, κουνώντας κι αυτή την ουρά της. Παρασύρθηκα όμως. Ας κοιτάξω το σημειωματάριό μου. Λοιπόν, δεν πρέπει να ξεχάσω: Να τον ρωτήσω για Καραμανλή και Παπανδρέου. Για τις μεγαλύτερες σημερινές προκλήσεις. Για τα «πρέπει» και τα «μη»... Να τον ρωτήσω ακόμη για τη στάση του λαού, αλλά και για τις κυβερνήσεις συνεργασίας. Ενα άλλο θέμα που καίει είναι οι σχέσεις με το «γείτονα». Σίγουρα θα έχει πολλά να μας πει... Είμαι πανέτοιμος να πατήσω το REC. Πριν του κάνω όμως την πρώτη ερώτηση, εκείνος πρόλαβε και μου υπενθυμίσε τη φράση του Καζαντζάκη: «Ουδέν ελπίζω, ουδέν φοβούμαι, είμαι ελεύθερος...» και πρόσθεσε: Με αυτή τη φράση ως οδηγό, μπορώ να προσφέρω περισσότερα στην πατρίδα μου. Μόνο αυτό θέλω. Με τη φράση αυτή, ξεκαθάρισε και το τοπίο σχετικά με όσα κατά καιρούς λέγονται και γράφονται. Πιστεύει μόνο στην ελευθερία του λόγου, που είναι αδιαπραγμάτευτη γι' αυτόν. Ολα τα παραπάνω προδιαθέτουν για μια δυναμική και -γιατί όχι;- μια προκλητική συνέντευξη... Καλό είναι να αρχίσουμε. Η τεχνολογία μάς βοηθάει να αποτυπώσουμε τις σκέψεις του. Κύριε Μαρκεζίνη, πιστεύετε ότι πέρασαν τα χειρότερα της οικονομικής κρίσης; Οχι ακόμη. Στα τέλη της προηγούμενης χρονιάς, οι Ευρωπαίοι μιλούσαν απαξιωτικά για την Ελλάδα και σήμερα παριστάνουν τους υπεραισιόδοξους. Και στις δύο περιπτώσεις, ενήργησαν με εγωκεντρικά πολιτικά κίνητρα, αλλά και στις δύο περιπτώσεις έσφαλαν. Στην Ελλάδα, δεν έχουμε φτάσει στο τελευταίο σκαλοπάτι. Ούτε όμως η Ευρώπη ή οι ΗΠΑ έφτασαν. Το σύστημα δεν εξυγιάνθηκε έπειτα από την τραπεζική κρίση. Δεν αυξήθηκαν οι δανεισμοί προς τις επιχειρήσεις. Δεν επετεύχθη μια ισορροπημένη τοποθέτηση μεταξύ κρατικού παρεμβατισμού και φιλελευθεροποίησης της αγοράς. H αύξηση του ΑΕΠ παραμένει χαμηλή. Στην καλύτερη περίπτωση, θα χαρακτηρίζαμε τη σημερινή κατάσταση του κόσμου μας ως αβέβαιη και επισφαλή. Ποιος, κατά τη γνώμη σας, ευθύνεται κυρίως για την ελληνική κρίση; Για να κατανοήσουμε τη σημερινή ελληνική κρίση, πρέπει να εστιάσουμε κυρίως στην τελευταία περίοδο της προηγούμενης διακυβέρνησης. Σε όλα τα πολιτικά, οικονομικά, εξωτερικά αλλά και ηθικά ζητήματα, τα τελευταία χρόνια της κυβέρνησης Καραμανλή χαρακτηρίστηκαν από υπεκφυγές, αναποφασιστικότητα, εσωτερικές τριβές, έλλειψη ηγεσίας και διαρκή φημολογία περί ενδοκομματικών προσπαθειών διαδοχής του πρωθυπουργού. Ισως η ιστορία θα «αναδείξει» την κυβέρνηση Καραμανλή ως μία από τις πλέον «ατυχείς» της μεταπολεμικής περιόδου, αν και είναι αλήθεια ότι οι παραλλαγές γύρω από το θέμα της «κυβερνητικής συνεργασίας», στα τέλη της δεκαετίας του '80. τη συναγωνίζονται επάξια από πλευράς αναποτελεσματικότητας… Δηλαδή ο κύριος Παπανδρέου είναι άμοιρος ευθυνών; Οχι, δεν είναι. Επιτρέψτε μου όμως να διευκρινίσω τι εννοώ. Τα προαναφερθέντα ελαττώματα της κυβέρνησης Καραμανλή δίνουν μόνο μερική άφεση αμαρτιών στην κυβέρνηση Παπανδρέου για την ανεύθυνη προεκλογική εκστρατεία της. Ο νέος πρωθυπουργός, άπαξ και ανήλθε στην εξουσία, άργησε πάρα πολύ να εκτιμήσει την έκταση και το βάθος της οικονομικής κρίσης. Επιπλέον, ήταν και παραμένει εμφανής η αδυναμία του να κάνει τους υπουργούς του να ακολουθήσουν μία ενιαία, συμφωνημένη γραμμή. Οταν, τελικά, ο κ. Παπανδρέου αναγκάστηκε να δράσει λόγω εξωτερικών πιέσεων, οι προσπάθειές του επικεντρώθηκαν στη μείωση του ελλείμματος και όχι στην προώθηση της ανάπτυξης. Το δίλημμα αυτό, θεωρητικά, απασχόλησε όλες τις χώρες που αντιμετώπισαν αυτού του είδους τις δυσχέρειες. Στην Ελλάδα, όμως, η έλλειψη κυβερνητικής συνοχής και η πλήρης αποδιοργάνωση του κράτους -στην οποία συνέβαλαν πολλές προηγούμενες κυβερνήσεις (και των δύο κομμάτων) με τους υπέρμετρους διορισμούς φίλων και συγγενών σε κρατικές θέσεις- επιδείνωσαν την κατάσταση. Τι έχει κάνει η κυβέρνηση από αυτή την άποψη; Στα πράγματα που θεωρώ ιδιαίτερα «δυσάρεστα» συγκαταλέγεται και το γεγονός ότι η ευθύνη της κυβέρνησης εκτείνεται και στην «επεμβατική πολιτική» που ασκεί σε σημαντικό αριθμό των επονομαζόμενων «σοβαρών» ΜΜΕ. Τα συγκεκριμένα μέσα ενημέρωσης, ιδίως τα έντυπα, βρίσκονται σήμερα σε τόσο άσχημη οικονομική κατάσταση, ώστε η επιβίωσή τους εξαρτάται άμεσα από τη συνεχή και πολύπλευρη στήριξη της κυβέρνησης. Και λαμβάνουν πράγματι τη στήριξή της, δημοσιεύοντας ως αντάλλαγμα «ρόδινα» ρεπορτάζ περί προόδου, χωρίς να προειδοποιούν το λαό ότι δεν έχει έλθει ακόμη η χειρότερη φάση της κρίσης. Ελάχιστοι δημοσιογράφοι, φέρ' ειπείν, έχουν τονίσει επαρκώς ότι μεγάλο μέρος της μείωσης των δαπανών πραγματοποιείται υπό τη μορφή της μη πληρωμής των οικονομικών υποχρεώσεων του Δημοσίου (όπως είναι π.χ. η καταβολή του εφάπαξ, το κόστος πληρωμής προμηθειών σε νοσοκομεία ή η πληρωμή διά μέσου ομολόγων κ.λπ.). Πρέπει να δοθεί μέγιστη προσοχή σε αυτό το γεγονός διότι: (α) η -πραγματική ή πλασματική- έμφαση στις περικοπές έχει οδηγήσει σε ύφεση και αυτή με τη σειρά της σε μειωμένα φορολογικά έσοδα. (β) Τα πιο επώδυνα μέτρα (που πρόκειται να επακολουθήσουν -και, σημειωτέον, δεν είναι νέα μέτρα, αλλά αναπόσπαστα τμήματα ήδη συμφωνηθέντων στο μνημόνιο-) έχουν συσκοτιστεί ή ακόμη και συγκαλυφθεί. (γ) Η επίλυση της κρίσης δεν συνδέεται μόνο με την εξάλειψη του ελλείμματος: συνδέεται άμεσα με τη δομική αναδιάρθρωση της ελληνικής οικονομίας και την «ενεργοποίηση» των κρατικών οργάνων, που βρίσκονται εδώ και καιρό σε κατάσταση αδράνειας (π.χ. δεν έχουν ακόμη πληρωθεί θέσεις ανώτερων φορολογικών υπαλλήλων, με αποτέλεσμα να μην μπορούν ακόμη να εισπραχθούν φορολογικά χρέη). Τέλος, δεν χρειάζεται να αναφέρω ότι η ανεργία θα αυξηθεί ακόμη περισσότερο στη χώρα μας, ιδίως όταν η εργασιακή νομοθεσία (αναγκαστεί να) γίνει ακόμη πιο ευέλικτη για να ενισχυθεί η ανταγωνιστικότητα. Ποια είναι, συνεπώς, η μεγαλύτερη πρόκληση που αντιμετωπίζουμε σήμερα; Η μεγαλύτερη πρόκληση είναι η αναδόμηση του ελληνικού κράτους, μεταξύ των βασικών προϋποθέσεων της οποίας θα ανέφερα: Πρώτον, τη μείωση των εργαζομένων στο δημόσιο τομέα και ειδικά στις ΔΕΚΟ (πράγμα δύσκολο, ασφαλώς, μιας και οι ΔΕΚΟ αποτελούν προπύργιο κομματικών διορισμών). Δεύτερον, την αλλαγή της διαδεδομένης δημοσιοϋπαλληλικής νοοτροπίας που ευνοεί την απάτη, την οκνηρία και την έλλειψη περηφάνιας για το εργασιακό καθήκον. Τρίτον, την αντιμετώπιση της αναπόφευκτης ανόδου της ανεργίας. Ασφαλώς, όλα αυτά συνιστούν στόχους δυσεπίτευκτους, αλλά τα καθήκοντα της κυβέρνησης δεν σταματούν εκεί: η κυβέρνηση οφείλει να πραγματοποιήσει την αναγκαία μεταρρύθμιση κατά έναν τρόπο που θα είναι και θα θεωρείται δίκαιος, ιδίως σε ό,τι αφορά τα πιο αδύναμα τμήματα της κοινωνίας. Κρίνετε πως έχει ήδη αρχίσει να συμβαίνει κάτι τέτοιο; Και, εάν όχι, πώς θα μπορούσε να γίνει πραγματικότητα; Σημαντικές αλλαγές, αναμφισβήτητα, έχουν γίνει, αλλά δεν έχουν ολοκληρωθεί. Εξακολουθούν, βλέπετε, να επικρατούν φαινόμενα όπως: (α) Υπέρογκες δαπάνες στις ΔΕΚΟ. (β) Προνομιακή μεταχείριση συγκεκριμένων επαγγελματικών κλάδων και θεσμών, όπως λ.χ. συμβαίνει στο Κοινοβούλιο που, στην ουσία, έχει παραμείνει ανέγγιχτο από τα μέτρα. (γ) Μνημειώδους κρατικής γραφειοκρατίας, αν όχι και αδράνειας. (δ) Πλήρης ατιμωρησία των πολιτικών που εξώθησαν τη χώρα στην οικονομική και ηθική κατάπτωση. (ε) Μια αναίσχυντη αλλά και αδιανόητη προσπάθεια ορισμένων ΜΜΕ να επαναφέρουν στο προσκήνιο τους πολιτικούς που ευθύνονται για την κρίση. Τα τελευταία δύο ζητήματα (δ και ε) συνιστούν προβλήματα «πολιτικής» αλλά και «ηθικής» τάξεως. Εάν όμως θέλεις να πείσεις το λαό να κάνει περισσότερες οικονομικές θυσίες, πρέπει συγχρόνως να τον πείσεις ότι οι κύριοι ένοχοι για την κρίση δεν βρίσκονται πλέον στο «απυρόβλητο» Τι πρέπει, δηλαδή, να κάνει η κυβέρνηση; Πρέπει να θέσει σε προτεραιότητα την ανάπτυξη. Και για να επιδιώξει επιτυχώς αυτόν το στόχο: (α) Πρέπει να απλοποιήσει τη διαδικασία προσέλκυσης ξένων επενδύσεων. (β) Πρέπει να στραφεί συγκεκριμένα προς την Ινδία και την Απω Ανατολή, ενθαρρύνοντας τους επενδυτές τους να συμμετάσχουν σε προσεκτικά επιλεγμένες ιδιωτικοποιήσεις (αποφεύγοντας, ταυτοχρόνως, πάση θυσία τις διάφορες ύποπτες τράπεζες της Νέας Υόρκης, καθώς και τους διεθνείς κερδοσκόπους που κυκλώνουν σαν γεράκια τις κερδοφόρες επιχειρήσεις ή οργανισμούς της χώρας μας). (γ) Πρέπει να αλλάξει τη νοοτροπία του δημόσιου τομέα και των εταιρειών, εμπνέοντάς τους γνήσιο ενδιαφέρον και φροντίδα για τους υπαλλήλους. Οπως έχουν επισημάνει μερικοί από τους κορυφαίους παγκοσμίως Ινδούς και Απωανατολίτες διευθύνοντες συμβούλους, το γνωστό μότο «προτεραιότητα στον πελάτη» θα πρέπει σήμερα να γίνει: «προτεραιότητα στους υπαλλήλους». Διότι, εάν δώσεις κίνητρα στους υπαλλήλους σου, εάν τους εμπνεύσεις περηφάνια για τη δουλειά τους και συνεργαστείς μαζί τους στο πλαίσιο της αναπτυξιακής προσπάθειας, τότε όχι μόνο θα έλθουν μεγαλύτερες πωλήσεις και ανάπτυξη, αλλά και οι «πελάτες», με τη σειρά τους, θα μείνουν ικανοποιημένοι. (δ) Πρέπει να καταμερίσει τα οικονομικά βάρη με πιο δίκαιο τρόπο και να πείσει τους εύπορους ότι είναι αναγκαίο προσωρινά να επωμιστούν μεγαλύτερο μέρος του φορτίου που τους αναλογεί, για να επανέλθουν, μια μέρα, σε ένα αποδεκτό ύψος κερδών. (ε) Πρέπει να ενθαρρύνει την κερδοφορία (καταδικάζοντας όμως την απληστία) στον εταιρικό τομέα. (στ) Πρέπει να «καθαρίσει» τις σάπιες πολιτικές ελίτ, δικάζοντας πραγματικά (και όχι μόνο σε επίπεδο ακατάπαυστης παραφιλολογίας…) εκείνους μόνον τους πολιτικούς που πρέπει να δικαστούν και να αποκηρύξει τις κατάφωρα υποκριτικές προσπάθειες που καταβάλλουν συγκεκριμένοι πολιτικοί (και οι δημοσιογράφοι φίλοι τους) για να μας πείσουν ότι έχουν πλέον «διορθωθεί» ή «αλλάξει» και ότι, ως εκ τούτου, δικαιούνται ξανά τις ψήφους μας. Τι σας ανησυχεί περισσότερο σήμερα; Το γεγονός ότι, σε περίπτωση που η κυβέρνηση δεν λάβει αυτά τα μέτρα, ο λαός θα αναζητήσει τη λύση στους δρόμους. Μέχρι τώρα η κυβέρνηση έχει χειριστεί επιδέξια τη λαϊκή δυσαρέσκεια, χάρη στη βοήθεια πειθήνιων ΜΜΕ, αλλά και του μεγαλύτερου μέρους του συνδικαλιστικού κινήματος, το οποίο τελεί υπό τον έλεγχό της. Η αποδοκιμασία, λοιπόν, περιορίζεται σε λίγους σχετικά πολιτικούς, όταν κάνουν δημόσιες εμφανίσεις. Η περιορισμένη όμως αυτή αντίδραση δεν μπορεί να διαρκέσει για πάντα. Αναπόφευκτα, η επιδείνωση της κατάστασης θα ανοίξει το δρόμο για όλα εκείνα τα μικρά τμήματα της κοινωνίας που θέλουν να δουν τη «δημόσια κάθαρση» να προσλαμβάνει βίαιη μορφή. Εύχομαι, ειλικρινά, να μη δούμε μια τέτοια εξέλιξη, η οποία, όπως μας διδάσκει η ιστορία, πάντα συνοδεύεται από τεράστιο κοινωνικό, πολιτικό και οικονομικό κόστος. Από την άλλη πλευρά, όμως, οφείλω να ομολογήσω ότι κατανοώ την απογοήτευση που αισθάνονται πολλοί Ελληνες απέναντι στους άπληστους και υπερόπτες εκείνους πολιτικούς που ευθύνονται για τη σημερινή κρίση. Είναι λοιπόν αναγκαίο οι μεσαίες τάξεις -οι αστοί, οι «νοικοκυραίοι»- να εγκαταλείψουν πια τον κυνισμό, την αταραξία και τη μοιρολατρία τους, να δουν επιτέλους τη σοβαρότητα της κατάστασης και να αλλάξουν εκ βάθρων τον ελληνικό πολιτικό κόσμο με τρόπο ομαλό και μελετημένο, προτού η ίδια αλλαγή εκδηλωθεί με βιαιότητα. Και ας σημειωθεί ότι τα πράγματα θα αλλάξουν, μόνον εάν απομακρυνθούν από την πολιτική σκηνή πολλά μέλη της «παλαιάς φρουράς», και όχι εάν αναλάβει την εξουσία της χώρας μια «οικουμενική κυβέρνηση» ή «κυβέρνηση συνεργασίας» όπως θέλουν να μας πείσουν οι περισσότεροι από τους «αποτυχημένους» πολιτικούς μας. Διότι οι εν λόγω πολιτικοί, που εδώ και τρεις γενεές εχθρεύονται ο ένας τον άλλον, δεν μπορούν αίφνης -ως διά μαγείας!- να γίνουν αποτελεσματικοί συνεργάτες και φίλοι. Διόλου, λοιπόν, δεν ευσταθούν τα επιχειρήματα περί του αντιθέτου, διότι, απλούστατα, συγκαλύπτουν το γεγονός ότι αυτό το μοντέλο διακυβέρνησης απέβη τελείως ατελέσφορο στην Ελλάδα. Γενικότερα, και λαμβανομένης υπόψη της ειδικότητάς σας στον τομέα της εξωτερικής πολιτικής, θα θέλατε να προσθέσετε ένα τελευταίο σχόλιο και για αυτόν τον τομέα; Σας ευχαριστώ που μου δίνετε τη δυνατότητα να επισημάνω το φόβο μου για ένα γενικότερο θέμα που συνδέεται άμεσα με τα προηγούμενα: την ενδεχόμενη απεμπόληση των εθνικών συμφερόντων μας. Τα οικονομικά άπτονται αυτού του ζητήματος από δύο απόψεις. Πρώτον, επειδή η οικονομική κρίση του 2008 - 2009 συγκαλύφθηκε και δεν αντιμετωπίστηκε εγκαίρως από την προηγούμενη κυβέρνηση και ο κίνδυνος είναι σήμερα ότι το ίδιο μπορεί να συμβαίνει και με τα εξωτερικά προβλήματα της χώρας: συγκαλύπτονται αντί να συζητιούνται ανοικτά. Δεύτερον, η σχέση μεταξύ οικονομίας και εξωτερικής πολιτικής είναι σήμερα ακόμη πιο δυσοίωνη, μιας και η κυβέρνηση χρησιμοποιεί συνεχώς την πρώτη για να μας προετοιμάσει -αυτή τουλάχιστον είναι η δική μου εντύπωση- για μια «υποχώρηση» στον εξωτερικό τομέα. Εάν όντως η πρόθεσή της είναι να βασιστεί στις οικονομικές δυσκολίες για να περάσει αμφιλεγόμενες λύσεις -έστω και εντέχνως συγκαλυμμένες-, τότε διαφωνώ διαρρήδην. Προς επίρρωση της άποψής μου, θα αναφέρω τις διαφορετικές σκέψεις ενός μεγάλου ξένου ηγέτη, ο οποίος βίωσε το ίδιο υπαρξιακό πρόβλημα και το ξεπέρασε. Αναφέρομαι στον Κεμάλ Ατατούρκ, που υποστήριζε ότι μια αποφασιστική εξωτερική πολιτική είναι εφικτή μόνον «όταν έχει κανείς πίσω του μια ενωμένη χώρα, ένα οργανωμένο κράτος και ένα όραμα». Επίσης, για να παραθέσω έναν ακόμη Τούρκο πολιτικό, τον οποίο θαυμάζω ως συγγραφέα αλλά διαφωνώ μαζί του πολιτικά -αναφέρομαι στον κ. Νταβούτογλου-, «ο ανθρώπινος παράγων είναι η σημαντικότερη από όλες τις ''μεταβλητές'' της εξωτερικής πολιτικής». Τα στοιχεία που τονίζουν οι γείτονες είναι ακριβώς αυτά που μας λείπουν. Με θλίβει βαθιά να το λέω, αλλά, μιας και το πιστεύω, δεν μπορώ να κρύψω τη γνώμη μου. Η χώρα μας, λοιπόν, πρέπει να βρει νέους ηγέτες, ηγέτες με όραμα, ηγέτες με θάρρος να ασκήσουν ελληνική εξωτερική πολιτική. Αυτό δεν είναι εύκολο και απαιτεί αρκετό χρόνο, αλλά η συνέχιση του σημερινού status quo είναι, κατά τη γνώμη μου, αδύνατη. Τα τονίζω όλα αυτά, όχι επειδή έχω έστω και την παραμικρή προσωπική φιλοδοξία για πολιτικούς ρόλους, αλλά γιατί η χώρα μας περπατά σε μια στενωπό χωρίς διαφαινόμενο τέλος. Η σημερινή απαισιοδοξία μου για την υπόλοιπη διαδρομή οφείλεται στο ότι, εάν δεν βρεθούν πολιτικοί αυτού του είδους, ο κίνδυνος η τρέχουσα κρίση να καταλήξει στους δρόμους δεν είναι απλώς πραγματικός, αλλά και ιδιαίτερα τρομακτικός. Η χώρα μας βρίσκεται στο σταυροδρόμι της ιστορίας της. Και ωστόσο, πολλοί από τους πολιτικούς μας ασχολούνται κυρίως με τα επικοινωνιακά τεχνάσματα ή βασίζονται σε ξένους για να τους οργανώσουν την κυβέρνηση ή να χαράξουν την εξωτερική πολιτική της χώρας μας. Αυτό είναι συνταγή για αποτυχία και ο ελληνικός λαός πρέπει να το καταλάβει. Το μήνυμα μπορεί να πονάει, αλλά η αρρώστια είναι βαριά και δεν θεραπεύεται με το να κρύβουμε την αλήθεια ως προς το είδος της αναγκαίας θεραπείας. Εξωτερική πολιτική Το νέο βιβλίο του καθηγητή Βασίλη Μαρκεζίνη, με τον τίτλο «Μια Νέα Εξωτερική Πολιτική για την Ελλάδα - Στα πλαίσια της βαθμιαίας ανεξαρτητοποίησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ», θα κυκλοφορήσει από τις «Εκδόσεις Λιβάνη [LIVr.AT] Σχετικά άρθρα » και θα παρουσιαστεί την Τρίτη 19 Οκτωβρίου στις 7 μ.μ., σε εκδήλωση στο ξενοδοχείο της «Μεγάλης Βρετανίας». Από την Αθήνα του 1944 ώς το Λονδίνο του 2010 Ο Βασίλης Μαρκεζίνης γεννήθηκε στην Αθήνα στις 10 Ιουλίου του 1944, σε οικογένεια που, από την πλευρά του πατέρα του, για περισσότερο από δέκα γενεές, αρχικώς στη Βενετία και αργότερα στην Ελλάδα, συνδέθηκαν με τον κόσμο των γραμμάτων και της πολιτικής. Εχει ανακηρυχθεί διδάκτωρ της Νομικής από τη Νομική Σχολή του Εθνικού και Καποδιστριακού Πανεπιστημίου Αθηνών και, από τότε, Ph.D. και LL.D. από το Πανεπιστήμιο του Κέμπριτζ και DCL από το Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. Εχει, επίσης, ανακηρυχθεί επίτιμος διδάκτωρ των Πανεπιστημίων των Παρισίων (Paris I, Sorbonne), Γάνδης, Μονάχου και Αθηνών. Ανέλαβε καθηγητικά αξιώματα και δίδαξε στα πανεπιστήμια του Κέμπριτζ, του Λονδίνου και της Οξφόρδης, όπου διετέλεσε τακτικός καθηγητής του Αλλοδαπού και Συγκριτικού Δικαίου. Σήμερα κατέχει την έδρα Jamail Regents στο Πανεπιστήμιο του Τέξας στο Οστεν. Στο πρόσφατο παρελθόν ήταν καθηγητής στο University College του Λονδίνου, στο Πανεπιστήμιο του Leiden, στην Ολλανδία. Εχει διδάξει και οργανώσει σεμινάρια σε είκοσι πέντε πανεπιστήμια σε τρεις ηπείρους. Στην καθηγητική του σταδιοδρομία, ο καθηγητής κ. Μαρκεζίνης έχει εκδώσει (ή συνεκδώσει) τριάντα έξι βιβλία (αναφερόμενα στο Δίκαιο, την γεωπολιτική επιστήμη, την σύγχρονη διπλωματία, την τέχνη και την ψυχοβιογραφία) -έχουν μεταφρασθεί σε έξι γλώσσες συμπεριλαμβανομένων και των κινεζικών- και περισσότερα από εκατόν σαράντα νομικά άρθρα σε διακεκριμένα νομικά περιοδικά επτά χωρών. Το διδακτικό και καθηγητικό του έργο έχει αναγνωρισθεί διεθνώς διά της εκλογής του ως τακτικού μέλους της Βρετανικής Ακαδημίας, Ξένου Εταίρου της Accademia dei Lincei της Ρώμης, της Βασιλικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών του Βελγίου, της Βασιλικής Ολλανδικής Ακαδημίας Τεχνών και Επιστημών του Αμστερνταμ και ως αντεπιστέλλοντος μέλους του Institut de France (Academie des Sciences Morales et Politiques) και της Ακαδημίας Αθηνών Είναι, επίσης, μέλος της Ακαδημίας Αμερικανικού Δικαίου (American Law Institute) και επίτιμος εταίρος της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών. Το 2005, του απενεμήθη ο τίτλος του sir από τη βασίλισσα της Αγγλίας για «εξαίρετες υπηρεσίες στις διεθνείς νομικές σχέσεις». Το έργο του στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο και η συμβολή του στην ευρωπαϊκή ολοκλήρωση έχει αναγνωρισθεί διά της απονομής σ' αυτόν, από τους προέδρους της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας, ανωτάτων διακρίσεων, όπως τα διάσημα του Ανώτερου Ταξιάρχη του Τάγματος της Αξίας της Γερμανίας, και των Μεγαλοσταύρων του Τάγματος της Αξίας της Γαλλίας, και του Τάγματος της Αξίας της Ιταλίας. Ο κύριος Μαρκεζίνης είναι παντρεμένος από το 1970 με την Ευγενία (γένος Γεωργίου Τρυπάνη) και έχει μια κόρη, την Julietta (παντρεμένη με τον Ανδρέα Βασιλικό) και ένα γιο, το Σπύρο - Γιώργο. Ζει με την οικογένειά του στην Αγγλία. ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ ΜΗΛΑΣ http://www.naftemporiki.gr/news/cstory.asp?id=1862902 | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 12:10 | |
| Για μια νέα εξωτερική πολιτική, Απόσπασμα από την προδημοσίευση του Β. Μαρκεζίνη στο Άρδην : 24/09/2010[Από το Άρδην] Δημοσιεύουμε ένα εκτενές απόσπασμα από το νέο σημαντικό βιβλίο του Βασίλειου Μαρκεζίνη, Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα (Στα πλαίσια της βαθμιαίας ανεξαρτητοποίησης της Ευρώπης από τις ΗΠΑ), που θα κυκλοφορήσει σύντομα από τις εκδόσεις Λιβάνη και θα παρουσιαστεί από τον ίδιο τον συγγραφέα στις 19 Οκτωβρίου στην Αθήνα. Ευχαριστούμε τον Βασίλειο Μαρκεζίνη που μας τίμησε με την πρώτη προδημοσίευση του βιβλίου του, τον Γιώργο Ευαγγελόπουλο που μας πληροφόρησε για την έκδοση του βιβλίου, τον εκδότη Ηλία Λιβάνη για την έγκρισή του να γίνει αυτή η προδημοσίευση. Επιλέξαμε να παρουσιάσουμε ένα απόσπασμα από το τρίτο μέρος του βιβλίου, «Το μέλλον της Ελλάδας» και πιο συγκεκριμένα, τρία υποκεφάλαια που αφορούν τις σχέσεις της Ελλάδας με την Τουρκία. Τρίτο Μέρος: Το μέλλον της Ελλάδας Η αναγκαιότητα ενσωμάτωσης των σύγχρονων αλλαγών σε μια σχεδιασμένη εξωτερική πολιτική Ήταν οι Οθωμανοί ανεκτικά και ανοικτόμυαλα αφεντικά; Σε ό,τι αφορά τη θέση μας απέναντι στην Τουρκία, θα πρέπει να εξετάσουμε ένα ακόμη, ευρύτερο ζήτημα, το οποίο έθεσαν πρόσφατα με επιδεξιότητα οι γείτονές μας αλλά, εμείς, εξ όσων γνωρίζω, ουδέποτε θελήσαμε να το σχολιάσουμε1. Και αναφέρομαι στο –κατά τη γνώμη μου, παραπειστικά υπεραπλουστευμένο– επιχείρημά τους ότι η οθωμανική κυριαρχία επέτρεψε, και μάλιστα ενθάρρυνε, τόσο την εθνοτική και θρησκευτική ποικιλότητα όσο και την ειρηνική συνύπαρξη, κατά έναν τρόπο που «ένωσε», όπως ποτέ άλλοτε στο παρελθόν (ή και στο μέλλον), τους ετερόκλητους πληθυσμούς των Βαλκανίων και της Μέσης Ανατολής (και όχι μόνο)2. Το επιχείρημα αυτό μοιάζει πρωτίστως να απευθύνεται στο ευρύ κοινό, ως αποδεικτικό ενός πεφωτισμένου παρελθόντος, αλλά και πιθανών μελλοντικών ωφελειών προς την Ευρώπη από περιοχές (όπως τα Βαλκάνια) όπου οι διχασμοί έχουν αποτελέσει ενδημικά φαινόμενα. Το επιχείρημα αυτό συνδέεται με ένα περίπλοκο θέμα, το οποίο μπορεί να εξεταστεί μόνο μέσα στο ευρύτερο πλαίσιο της αργόσυρτης πορείας της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα. Η δυσκολία αυτή σχετίζεται κατ’ αρχάς με την αμοιβαία επιρροή που είχαν «εξωτερικοί» και «εσωτερικοί» παράγοντες στην εξελικτική πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα. Οφείλουμε να κατανοήσουμε πλήρως αυτόν τον συσχετισμό προτού μπορέσουμε να αποτιμήσουμε τον ισχυρισμό της Τουρκίας, στο πλαίσιο της σημερινής «λογομαχίας», ότι οι Οθωμανοί προπάτορές της ασκούσαν πολιτική εθνοτικής και θρησκευτικής ανεκτικότητας, και ότι το γεγονός αυτό την καθιστά ικανή να επαναλάβει αυτή την πολιτική – και μάλιστα, σήμερα, σε ολόκληρη την Ευρώπη. Για να καταλάβουμε τα βασικά στοιχεία της τουρκικής εκσυγχρονιστικής διαδικασίας οφείλουμε ευθύς εξαρχής να τονίσουμε ότι ο προσανατολισμός της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα συνδεόταν στενά με την κίνηση του εκδυτικισμού που άρχισε να εκδηλώνεται από τα μέσα περίπου του 19ου αιώνα. Η κίνηση αυτή ενισχύθηκε σημαντικά όχι μόνο χάρη στις αυξημένες τουρκικές επαφές με την Ευρώπη, αλλά και επειδή, αφ’ ενός, έγινε αντιληπτή ως μέσο περιορισμού των πρώτων σοβαρών συμπτωμάτων παρακμής που προέκυψαν έπειτα από κάποιες δυσμενείς διεθνείς συνθήκες (οι οποίες τερμάτισαν ανεπιτυχείς πολέμους) και, αφ’ ετέρου, επειδή ήταν αναγκαίο να αναχαιτιστεί η εντεινόμενη «φεουδοποίηση» εντός της αυτοκρατορίας που αφαιρούσε από την κεντρική κυβέρνηση τις παραδοσιακές εξουσίες της. Οι ιδέες αυτές περιέχονται στις νομοθετικές αποφάσεις που ακολούθησαν το Τανζιμάτ Φερμάν1 της 3ης Νοεμβρίου 1839 του σουλτάνου Αμπντούλ Μετζίτ (Abdόlmecid) και συνεχίστηκαν καθ’ όλη τη διάρκεια της περιόδου του Τανζιμάτ (ή των «μεταρρυθμίσεων»), η οποία έλαβε τέλος με την αναστολή του Συντάγματος του 1876 από τον σουλτάνο Αμπντούλ Χαμίτ Β το ίδιο έτος. Το στοιχείο που καθιστά σημαντικές αυτές τις μεταρρυθμίσεις, αλλά και κατάλληλες να χρησιμοποιηθούν σήμερα για προπαγανδιστικούς λόγους, είναι η ενίοτε αξιοπρόσεκτη νεωτερικότητά τους. Αξιοσημείωτο είναι επίσης το γεγονός ότι αντιπροσωπεύουν άκρως ενδιαφέροντα παραδείγματα (συνήθως ανεπιτυχούς) χρήσης του εφαρμοσμένου συγκριτικού δικαίου. Διότι, από τη σκοπιά των ειδικών του συγκριτικού δικαίου, και όχι των πολιτικών επιστημόνων, αυτά τα νομικά «δάνεια» αποδεικνύουν απλώς ότι η νομική μίμηση που δεν λαμβάνει δεόντως υπόψη τους εγχώριους παράγοντες συνήθως δεν καταφέρνει να ριζώσει. Στο παρόν πλαίσιο, ωστόσο, ακόμη πιο αξιοσημείωτα είναι κάποια άλλα στοιχεία, τα οποία σχετίζονται με τα εσωτερικά χαρακτηριστικά αυτών των μεταρρυθμίσεων και φανερώνουν, παράλληλα, τον έμμεσο αντίκτυπό τους στις εξωτερικές σχέσεις της χώρας. Έτσι, πρέπει αρχικώς να επισημάνουμε ότι η ώθηση προς τη μεταρρύθμιση και την αναδιοργάνωση απέρρεε, σε όλες τις περιπτώσεις, από την επιθυμία να διατηρηθεί η στρατιωτική και πολιτική ισχύς της χώρας και όχι να εδραιωθεί το κράτος δικαίου προς όφελος μιας εμπορικής ή πνευματικής μεσαίας τάξης. Κατά δεύτερο λόγο, δεν πρέπει να λησμονούμε ότι όλα αυτά: (1) διενεργήθηκαν από την κορυφή προς τα κάτω (δεν αναπτύχθηκαν, δηλαδή, κατά τρόπον οργανικό, από κάτω προς τα πάνω, όπως έγινε στην Ευρώπη, υπό την πίεση της αυξανόμενης δύναμης των μεσαίων τάξεων), (2) οδήγησαν συχνά σε απροσδόκητα αποτελέσματα, και (3) κατά μίαν έννοια, που είναι και η σημαντικότερη, συνδέονταν με τα συμφέροντα των κοινωνικών ελίτ – και ειδικότερα των ελίτ που είχαν τον έλεγχο του στρατού, της διανόησης, της θρησκείας, του δικαίου ή της ξένης διπλωματίας. Έτσι, οι προαναφερθείσες καινοτομίες του προέδρου Οζάλ στα τέλη της δεκαετίας του 1980 και στις αρχές της δεκαετίας του 1990 διακρίνονται, όπως προανέφερα, από την επιπρόσθετη πρωτοτυπία ότι επιτεύχθηκαν παρά τις αντίθετες επιθυμίες των κυβερνητικών ελίτ, η αντίσταση των οποίων γίνεται ακόμη και σήμερα αισθητή, εάν δούμε από ιστορική σκοπιά τα προβλήματα που αντιμετωπίζει ο κ. Ερντογάν. Ένα παράδειγμα για το σημείο (β), ανωτέρω, προσφέρει η κατάληξη της αξιέπαινης προσπάθειας που έγινε μέσα από το φιρμάνι του 1839 να επιβληθεί ισότητα ενώπιον του νόμου για όλους τους κατοίκους της αυτοκρατορίας, καταργώντας τα ξεχωριστά προνόμια που τους αναγνώριζε το σύστημα των «μιλλιέτ», το οποίο διαχώριζε τους κατοίκους της αυτοκρατορίας επί τη βάσει των θρησκευτικών πεποιθήσεών τους (χωρίς όμως και να τους αναγνωρίζει ως διαφορετικά έθνη) και τους εκχωρούσε, αναλόγως, δικαιώματα και προνόμια. Η δημιουργία μιας νέας, συνολικής κατηγορίας «οθωμανικής ιθαγένειας», συνοδευόμενης από τα βασικά χαρακτηριστικά της φιλελεύθερης δημοκρατίας, και δη την ισότητα, προοριζόταν να αντικαταστήσει τις διακρίσεις που γίνονταν λόγω εθνικότητας ή θρησκείας. Αφήνοντας κατά μέρος τα θεωρητικά προτερήματα (και τα προβλήματα) αυτής της μεταρρύθμισης, είναι γεγονός ότι, σε πρακτικό επίπεδο, η συγκεκριμένη ιδέα προκάλεσε έντονη δυσαρέσκεια στους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να απεμπολήσουν τη θρησκευτική και εθνική τους ταυτότητα, προκειμένου να αποκτήσουν τα πλήρη προνόμια της κοινής ιθαγένειας. Γι’ αυτό, απ’ αρχής μέχρι τέλους, ο 19ος αιώνας παρέμεινε ένας αιώνας αποσχιστικών κινημάτων, από την Αίγυπτο έως τον Λίβανο και την Τυνησία (στα νότια και στα ανατολικά), τη Σερβία, την Ελλάδα, τη Βοσνία-Ερζεγοβίνη και τη Βουλγαρία (στα βορειοδυτικά) – κινημάτων που, όλα ανεξαιρέτως, αν και με διαφορετικούς τρόπους, εξέφρασαν την άποψη ότι οι προσπάθειες του κέντρου να δημιουργήσει ένα μοντέλο ειρηνικής εσωτερικής συνύπαρξης εθνοτήτων ήταν απολύτως ατελέσφορες. Ωστόσο, η ιδέα του «εξοθωμανισμού» όλων των κατοίκων επανεμφανίστηκε υπό διάφορα «προσχήματα» κατά την κεμαλική και την ψυχροπολεμική περίοδο, στρεφόμενη εναντίον των συμφερόντων των θρησκευτικών ομάδων, όπως, σημειωτέον, συνέβη και πρόσφατα εναντίον των Κούρδων. Παρότι, τα τελευταία χρόνια, η προσέγγιση αυτή έχει αναμφίβολα εγκαταλειφθεί, η μοναδική ικανότητα της Τουρκίας να λειτουργεί ως μαγνήτης που θα μπορούσε να ενώσει ξανά τα διάφορα μέρη της παλιάς αυτοκρατορίας (αν και με τη μορφή των εθνών-κρατών) εκδηλώνεται εκ νέου, με περισσή ιδιοφυΐα, από κάποιους Τούρκους διανοουμένους, οι οποίοι και την προβάλλουν σε κάθε ευκαιρία. Επιπλέον, αυτή η ιδέα προωθήθηκε επιδέξια μέσα από την επιλεκτική χρήση του ιστορικού παρελθόντος, προκειμένου να παρουσιαστεί το θεωρητικό ιδεώδες της εθνικής αρμονίας ως κάτι που είχε όντως επιτευχθεί στην πράξη. Συγχρόνως, τονίζεται ακόμη περισσότερο η σύνδεση με την Ευρώπη μέσω της προβολής κάποιων κοινών βασικών ιδεών, η οποία ωθεί σε δεύτερο πλάνο τη βαναυσότητα της στρατιωτικής κατοχής των Βαλκανίων. Η επιδέξια άσκηση προπαγάνδας με στόχο να γίνει η χώρα ακόμη πιο αποδεκτή στην Ευρώπη εμπλουτίζεται από τη σύγχρονη (αλλά και πρόσφατη) αποκήρυξη του φανατικού αντιαραβισμού του Κεμάλ Ατατούρκ. Έτσι, η νεο-οθωμανική φιλοσοφία των τελευταίων δεκαπέντε-είκοσι χρόνων έχει προετοιμάσει το έδαφος ώστε η Τουρκία να επεκτείνει την επιρροή της τόσο προς δυσμάς όσο και προς ανατολάς. Αυτή η άκρως συμπυκνωμένη περιγραφή της τουρκικής πορείας προς τη νεωτερικότητα και του τρόπου που η Τουρκία την έχει εκμεταλλευθεί στο πλαίσιο της εξωτερικής προπαγάνδας της δείχνει ότι η τουρκική πολιτική, όπως καθετί ευφυές και αξιόλογο στη ζωή, αξίζει κάτι περισσότερο από απλό θαυμασμό. Αξίζει, λοιπόν, να συγκεντρώσει την προσοχή των ειδικών και των διαμορφωτών της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής εάν –ένα μεγάλο εάν, επί του παρόντος– αισθανθούν ποτέ την ανάγκη να βάλουν τέλος στην υποτακτική νοοτροπία που χαρακτηρίζει τον σημερινό τρόπο σκέψης για την εξωτερική πολιτική μας και το μέλλον που αυτή διαμορφώνει για τη χώρα. Θεωρώ, λοιπόν, ότι το υλικό που παρουσιάστηκε στις προηγούμενες παραγράφους οδηγεί σε τουλάχιστον τρεις διαφορετικές, πλην όμως αλληλένδετες, αφορμές στοχασμού. Κατά πρώτο λόγο, η πορεία της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και τη θρησκευτική ανεκτικότητα δεν έχει ακολουθήσει το ομαλό και ευθύγραμμο μονοπάτι που θέλουν να παρουσιάζουν ορισμένα βιβλία ιστορίας. Κατά δεύτερο λόγο, τα αναμφιβόλως φιλελεύθερα χαρακτηριστικά και η ελκυστικότητα των προτεινόμενων μεταρρυθμίσεων του 19ου αιώνα δεν μας παρουσιάζονται όπως ακριβώς λειτουργούσαν στην πράξη. Οι περί του αντιθέτου δηλώσεις ορισμένων Τούρκων αξιωματούχων (και της κουστωδίας των ιστορικών που τους επικουρούν) πρέπει να εξακριβωθούν έως και την παραμικρή τους λεπτομέρεια, προτού εξεταστούν σοβαρά και, ακολούθως, απαντηθούν. Τρίτον η ελικοειδής «εξελικτική πορεία» της Τουρκίας προς τη νεωτερικότητα και το φιλελευθερισμό βρισκόταν ανέκαθεν υπό τον έλεγχο των ελίτ της χώρας. Αν και η σύνθεση αυτών των ελίτ μπορεί ενίοτε να παρουσίαζε διάφορες κοινωνιολογικές παραλλαγές, ο στόχος τους ήταν πάντοτε ένας και μοναδικός: η επαναφορά της δύναμης και της δόξας του παρελθόντος. Τέλος, η ανεκτικότητα προς το χριστιανισμό περιορίστηκε κυρίως προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο, δεν επεκτάθηκε (παρά μόνο σπασμωδικά) προς άλλες Ορθόδοξες Εκκλησίες, αλλά και προς τη δική μας γεννήθηκε κατά ένα μεγάλο μέρος από την επιθυμία να αποφύγει τη στροφή των Ορθοδόξων χριστιανών προς την Καθολική Εκκλησία της Αναγέννησης και την τάση της να πολεμά τον Οθωμανισμό. Σημειώσεις 1. Μόνο πρόσφατα, εξ όσων γνωρίζω, ο πρώην πρύτανης του Παντείου Πανεπιστημίου, καθηγητής κ. Βασίλης Φίλιας, δημοσίευσε μια τεκμηριωμένη και αυστηρή κριτική των ιδεών του κ. Νταβούτογλου στο Παρόν της Κυριακής της 13ης Ιουνίου 2010. 2. Η θεωρία αναπτύχθηκε από τον ίδιο τον κ. Νταβούτογλου, σε ομιλία του στο Σαράγιεβο, την 23η Οκτωβρίου του 2009, τμήμα της οποίας δημοσιεύθηκε στο Βήμα της 27ης Οκτωβρίου 2009, υπό τον τίτλο «Χάρτα Νταβούτογλου για τα Βαλκάνια». Τη γνώμη αυτή (σχετικά πρόσφατα) φαίνεται ότι ασπάστηκε και ο Χρήστος Γιανναράς –«προβλέψεις σε μέλλον μετα-εθνικιστικό», 17 Ιουνίου 2007– με (καθυστερημένη) αυστηρότατη κριτική από την πειστική (αλλά σκληρή) πέννα του Γιώργου Καραμπελιά «Γιανναράς vs Κονδύλης», περιοδικό Άρδην, τεύχος 80, Ιούνιος 2010, σσ. 46-48. Οι λόγοι αυτής της μεταστροφής του Γιανναρά δεν είναι ακόμη ξεκάθαροι στο δικό μου το μυαλό, γι’ αυτό αντί ανενδοίαστης καταδίκης προτιμώ να εκφράσω απογοήτευση. Η συνέχεια του κειμένου στο Άρδην που κυκλοφορεί http://www.ardin.gr/node/3703 | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 24.11.10 12:16 | |
| Μια ευχάριστη στοχαστική έκπληξη: Καθηγητής Βασίλης Μαρκεζίνης : 27/10/2010Αυτός ο πανάρχαιος τόπος που έλαχε να μας ανήκει κυριαρχικά, είναι γεμάτος εκπλήξεις. Στην μια πλευρά ποτέ δεν λείπουν οι συνειδητά ή ανεπίγνωστα εθελόδουλες νοοτροπίες και συχνότατα οι "χρήσιμοι ηλίθιοι" που γίνονται όργανα ξένων συμφερόντων και μέσα αποδυνάμωσής μας. Προχθές συνειδητά ή ανεπίγνωστα και πάντοτε υπό την επήρεια επαναστατικών εξομοιωτικών και εξισωτικών δογμάτων υπηρετούσαν την αμερικανική ηγεμονία, χθες την Σοβιετική παγκόσμια αταξική κοινωνία και σήμερα την νέο-Οθωμανική τάξη πραγμάτων στην οποία ούτε λίγο ούτε πολύ θέλουν να μας υποτάξουν ή ακόμη και να εντάξουν. Ας υπενθυμίσουμε ότι στο ιστορική διαδρομή των ελλήνων ου ολίγα εκατομμύρια αυτομόλησαν, υποτάχθηκαν, αφομοιώθηκαν και για τον ένα ή άλλο λόγο -όχι πάντοτε λόγω δικού τους φταιξίματος- έπαυσαν να υπάρχουν ως ελληνικός ανθρωπότυπος. Στην άλλη πλευρά όμως βρίσκεται "η αντίσταση". Η "αντίσταση" υποβόσκει πάντοτε, αντλεί από το σωρευμένο πολιτικό και πολιτιστικό κεκτημένο και κάποια στιγμή εκδηλώνεται δυνατά για να καταστήσει όνειρα θερινής νυκτός τις επαναστατικές φαντασιώσεις των εγχώριων καταστροφέων των συμφερόντων μας που συνειδητά ή ανεπίγνωστα γίνονται όργανα ξένων. Δεν αμφιβάλλω ότι η παρούσα άθλια κατάστασή μας -ο Βασίλης Μαρκεζίνης χθες είπε ότι είναι πολιτική, οικονομική και ηθική- θα μας προκαλέσει μεγάλες ζημιές. Ήδη η Κυπριακή Δημοκρατία χάνεται ή συρρικνώνεται δραστικά, κυρίως όχι λόγω τουρκικών επιτυχιών αλλά λόγω της "ημετέρας διανοίας", όπως θα έλεγε και ο Περικλής. Λόγω των προαναφερθεισών εθελόδουλων νοοτροπιών που στρέφονται κατά της δικής μας (και δικής τους, αλλά δεν ενδιαφέρει) πατρίδας. Για τους πιο πάνω και πολλούς άλλους λόγους, ακούοντας, διαβάζοντας και γνωρίζοντας προσωπικά τον Βασίλη Μαρκεζίνη αποτέλεσε μια πολύ ευχάριστη έκπληξη. Τα κείμενά του μας ήταν λίγο πολύ γνωστά από τις παρεμβάσεις του των τελευταίων ετών. Τώρα παρεμβαίνει με ένα συνολικότερο κείμενο, το «Μια νέα εξωτερική πολιτική για την Ελλάδα» (εκδόσεις Λιβάνη 2010). Σύντομα θα ανατρέξω σε νομικά του κείμενα, καθότι βρίσκω ότι η νομική του σκέψη εμπεριέχει ισχυρές δόσεις φιλοσοφίας του δικαίου που είναι πολύ συναφής με την δική μου στοχαστική δραστηριότητα όταν εξετάζω τα βαθύτερα αίτια της ανθρωπολογικής ετερότητας στην συγκρότηση και συγκράτηση των πολιτειακών οντοτήτων. Επίσης, με τον δικό του τρόπο, θεμελιώνει μια αντί-ηγεμονική αντίληψη πολύ κοντά στην δική μου και που αντικρούει την ευκολία με την οποία πολλοί νομικοί διεθνολόγοι, για παράδειγμα ευνόησαν τις επεμβάσεις την δεκαετία του 1990 παρασυρμένοι από μια αφελή αντίληψη του κόσμου που συμπυκνώνεται στις ποικίλες διεθνιστικές και κοσμοπολίτικες θεωρήσεις περί "παγκοσμιοποίησης". Θεωρήσεις που συνομάδωσαν όλα τας πρώην ορφανά των ιδεολογικών δογμάτων του παρελθόντος. Χθες είχαμε την ευκαιρία, σε ένα κατάμεστο αμφιθέατρο, να ακούσουμε τον Βασίλη Μαρκεζίνη στο πανεπιστήμιο. Μερικά σύντομα σχόλια και πολλά έπονται: Πρώτον, τόσο η εμβάθυνση στην σκέψη του εκλεκτού συναδέλφου Καθηγητή Βασίλειου Μαρκεζίνη όσο και η προσωπική γνωριμία μαζί του βεβαιώνει ότι πρόκειται περί μιας κλασικής περίπτωσης «ταγού» με την βαθύτερη και καλύτερη έννοια του όρου. Ταγού του είδους που μια χώρα έχει πάντα ανάγκη και που στην παρούσα ιστορική συγκυρία η Ελλάδα έχει ανάγκη όλως ιδιαιτέρως. Οι παρεμβάσεις του γίνονται την κατάλληλη ιστορική στιγμή και βρίσκουν μεγάλο ακροατήριο. Ολόκαρδα του ευχόμαστε να έχει το κουράγιο να συνεχίσει αυτές τις παρεμβάσεις. Δεύτερον, διατρέχοντας το βιβλίο του Βασίλειου Μαρκεζίνη και ακούγοντάς τον, κανείς δεν έχει αμφιβολία για το εξής: Η κορυφαία νομική του κατάρτιση και η σταδιακή εκλεκτική και προσεκτική εμβάθυνση τομέων της ενδοκρατικής και διακρατικής πολιτικής, συνάμα και η πείρα που αποκόμισε σε πάρα πολλά διεθνή φόρα, συγκρότησαν ώριμη σκέψη και βάσιμες αποκρυσταλλωμένες θέσεις για ένα ευρύ φάσμα ζητημάτων που αφορούν τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα. Τον τρόπο επίσης που συγκροτούνται, που εξελίσσονται και που συνεργάζονται ή συγκρούονται οι άνθρωποι, οι ομάδες και τα κράτη. Δεν πρόκειται για μια συνολική θεωρία καθότι αν αυτό συνέβαινε θα ήταν ιστορική στοχαστική κοσμογονία που θα είχε συντελεστεί για πρώτη φορά. Οι διατυπώσεις, του όμως, δείχνουν μια πολύ ώριμη σκέψη, η ανάλυσή του οδηγεί σε ώριμες εκτιμήσεις και οι εκπληκτικές δεξιότητες του επιτυγχάνουν μια διεπιστημονική προσέγγιση. Δείχνουν επίσης ικανότητα να αποφεύγει τις στοχαστικές παγίδες και τα δύσβατα μονοπάτια μέσα στα οποία πολλοί στριμώχνονται όταν επιχειρούν να μιλήσουν και για τα τρία επίπεδα ανάλυσης (τον άνθρωπο, το κράτος και το διεθνές σύστημα). Έτσι, ο Βασίλης Μαρκεζίνης κατορθώνει να προσφέρει πολιτικούς στοχασμούς των πιο υψηλών βαθμίδων. Τρίτον, μια άλλη για εμένα έκπληξη ήταν ότι βρήκα επιτέλους μια λογικά και επιχειρηματολογικά θεμελιωμένη συνηγορία υπέρ της δικής μου εμμονής εδώ και δεκαετίες να επισημαίνω τα ελλείμματα και τα μεγάλα προβλήματα του δικού μου γνωστικού πεδίου, δηλαδή της πολιτικής σκέψης και του ρόλου των φορέων της. Πιο συγκεκριμένα, βέβαιος για αυτό που γράφει και αναμφίβολα με πείρα μιας διαδρομής πολλών δεκαετιών, ένας κορυφαίος επιστήμονας προειδοποιεί «πως δεν πρέπει να εντυπωσιαζόμαστε από επιστημονικούς τίτλους και αξιώματα». Προχωρεί να περιγράψει με τον δικό του ψύχραιμο τρόπο τους υπόγειους και πολλές φορές ψυχολογικού χαρακτήρα παράγοντες –συχνά αναφερόμενος στα ιδεολογικά κριτήρια και στις αδιαφανείς χρηματοδοτήσεις– που δημιουργούν προκατάληψη, στρεβλές παραστάσεις και που υποβάλλουν αλλότρια συμφέροντα σε ανυποψίαστους πολίτες κοινωνιών οι οποίες σε τίποτα δεν έφταιξαν από αυτά τα παλιά και γνωστά προβλήματα που αφορούν τον ρόλο του πολιτικού στοχασμού και των φορέων της. Εκτιμώ ότι η θεώρηση του Βασίλειου Μαρκεζίνη για το θέμα αυτό λειτουργεί παράλληλα με την αντίστοιχη επιστημολογική θέση του Παναγιώτη Κονδύλη περί αξιολογικής ελευθερίας και τις εύστοχες αναλύσεις του (του ΠΚ) για τον ρόλο της πολιτικής σκέψης και των φορέων της στην ιστορική διαχρονία. Βέβαια, ευέλικτα και τίμια, ο Βασίλης Μαρκεζίνης επισημαίνει το λεπτό σύνορο μεταξύ αντικειμενικών αναλύσεων και στήριξης των εθνικών συμφερόντων μιας χώρας. Συνάμα, μη έχοντας τους περιορισμούς μιας στενά ακαδημαϊκής ανάλυσης, ευθέως, ψύχραιμα και αυτονόητα θεωρεί αυτονόητα τα εθνικά συμφέροντα που προσφέρει στην Ελλάδα η διεθνής νομιμότητα, συνάμα επισημαίνοντας τις απειλές και τους κινδύνους. Επιπλέον εξηγεί, κάτι και που εγώ έκανα πρόσφατα, τον ευέλικτο και επιδέξιο τρόπο που ο Αχμέτ Νταβούτογλου υποστηρίζει τα τουρκικά εθνικά συμφέροντα. Εδώ, ας παρατηρήσω ότι τα σχόλια του Βασίλη Μαρκεζίνη αποτελούν μια αρχική αλλά σημαντική κριτική του Νταβούτογλου. Αν μη τι άλλο, δεκάδες χιλιάδες έλληνες διάβασαν το "Στρατηγικό βάθος" του Νταβούτογλου και η σοβαρή κριτική αυτού του σημαντικού κειμένου είναι απόλυτα αναγκαία. Αυτό τόνισα πρόσφατα και σε ομιλία μου προς ομάδα ευρωβουλευτών, οι οποίοι έδειξαν να μην γνωρίζουν επαρκώς και επακριβώς την Τουρκική πολιτική. Όπως και εγώ, ο Βασίλης Μαρκεζίνης δεν παριστάνει τον εισαγγελέα κατά της τουρκικής πολιτικής. Οι τούρκοι την δουλειά τους κάνουν ως ανεξάρτητο κράτος με ρητά διατυπωμένες ηγεμονικές αξιώσεις. Αυτό που έχουμε ανάγκη αν θέλουμε οι αποφάσεις μας να είναι ορθολογιστικές, είναι ακριβής και σωστή γνώση της Τουρκίας και των τουρκικών στρατηγικών και τακτικών επιλογών. Πάντως, οι κριτικές του ΒΜ, επιπλέον, προσφέρονται ως μέτρο σύγκρισης με πολλά σπασμωδικά και ασυνάρτητα κείμενα που γράφτηκαν, μερικά παραγμένα, μάλιστα, από καλοπληρωμένα ιδρύματα "προτάσεων πολιτικής" που καθημερινά συναγελάζονται με αμερικανούς και τούρκους αξιωματούχους. Τέταρτον, δεν χάρηκα γιατί ο καθηγητής Βασίλης Μαρκεζίνης με την σοβαρότητα που τον χαρακτηρίζει έκανε συναφείς με το προηγούμενο ζήτημα αναφορές στο ΕΛΙΑΜΕΠ, τις χρηματοδοτήσεις του κα τον ρόλο του στην δημόσια ζωή. Σε τελευταία ανάλυση είναι γνωστό ότι από καιρό ετοιμάζω συνολικό έργο για μια σειρά αναλύσεων, στάσεων και συμπεριφορών που ανατρέχουν στην υποβολή αίτησης της Κύπρου στην ΕΕ, τον Ενιαίο Αμυντικό Χώρο, την δομή του μεταψυχροπολεμικού διεθνούς συστήματος, τους συσχετισμούς Ελλάδας – Τουρκίας, την «ευρωπαϊκή πορεία της Τουρκίας», το σχέδιο Αναν και τελευταίο αλλά ότι ύστατο, την απίστευτη σπασμωδικότητα γύρω από το βιβλίο «Στρατηγικό βάθος» του Αχμέτ Νταβούτογλου. Βιβλίο το οποίο κάποιοι έντρομοι βλέποντας να ανατρέπονται όλες οι έωλες εκλογικεύσεις που επί δεκαετίες έκαναν περί την Τουρκία έσπευσαν άλλοτε να το χαρακτηρίσουν παρωχημένο, άλλοτε τον τούρκο Υπέξ ως περίπου περιθωριακό που κανείς δεν τον ξέρει στην Τουρκία, και τα λοιπά. Υπενθυμίζω, συναφώς, επίσης ότι η κριτική αυτή που ετοιμάζω για τους ελληνικούς φορείς εξωπολιτικών δρώντων της ελληνικής και διεθνικής ζωής θα είναι παρωνυχίδα μπροστά στην τυπολογία που ετοιμάζω για την πολιτική σκέψη στην διαχρονία και τον αρλουμπολογικό χαρακτήρα πολλών σύγχρονων φορέων της, όταν άλλοτε επιστρατεύονται από ποικίλους χρηματοδότες ή όταν μιλούν φανατικά και παθιασμένα κατακυριευμένοι από επαναστατικά ιδεολογικά δόγματα. Αυτό που χαροποιεί εμένα και υποθέτω και άλλους είναι, βασικά, κυρίως το γεγονός ότι στους ανθρώπους οι οποίοι χωρίς να προκρίνουν προθέσεις αλλά μόνο να κρίνουν (απίστευτα λανθασμένες) θέσεις εξωπολιτικών «προτάσεων πολιτικής» ελληνικών ιδρυμάτων, προστίθεται μια ακόμη, σημαίνουσα στοχαστική φωνή, ενός διακεκριμένου και κορυφαίου στοχαστή, του Βασίλη Μαρκεζίνη. Συγχαρητήρια λοιπόν στον Βασίλη Μαρκεζίνη. Μιλά ρηξικέλευθα, λογικά και σωστά. Του εύχομαι επίσης κουράγιο για ακόμη εντονότερη παρουσία στην δημόσια ζωή. Ο Καθηγητής Βασίλης Μαρκεζίνης είναι μια ωραία και τίμια στοχαστική μορφή. Ένας ανιδιοτελής στοχαστής που όπως ο ίδιος τονίζει δεν ντρέπεται να αγαπά την πατρίδα του, να μην τρέφει προκαταλήψεις για τους "Άλλους" αλλά συνάμα να τους βλέπει ορθολογιστικά, να νοιάζεται για τα συμφέροντά της χώρας που τον γέννησε, να μιλά ειλικρινά και χωρίς ιδεολογικές προκαταλήψειςγια την Ελλάδα και να θεμελιώνει τα επιχειρήματά του βασανιστικά και ακούραστα. Στον ροκανισμένο χώρο της πολιτικής σκέψης, των ιδρυμάτων της και των φορέων της, δυστυχώς ο στοχαστές όπως ο Βασίλης Μαρκεζίνης δεν είναι ο κανόνας αλλά η εξαίρεση. Υστερόγραφο: Στον εκλεκτό συνάδελφο Καθηγητή Βασίλη Μαρκεζίνη, τολμώ να δώσω μια μόνο "συμβουλή": Αν μπορεί, να αγνοήσει επιδεικτικά τις βέβαιες και σχεδόν αναπόφευκτες "δολοφονίες χαρακτήρα" που θα ακολουθήσουν τις δραστήριες παρεμβάσεις του που εξ αντικειμένου θίγουν κατεστημένα συμφέροντα συμβατικών εξωπολιτικών φορέων. Στην παρούσα συγκυρία οι παρεμβάσεις του επενεργούν ανασταλτικά στις διολισθήσεις μας οι οποίες συρρικνώνουν την εθνική μας ανεξαρτησία (βλ. και το άρθρο στο Έθνος της Κυριακής, αναρτημένο εδώ στις 24.10.2010). Στο παρελθόν, κάποιοι από εμάς δείξαμε απελπισία και αφελώς δοκιμάσαμε να συζητήσουμε δημόσια με "ειδικούς της δολοφονίας επιστημονικών χαρακτήρων". Κάποια στιγμή αποκτήσαμε ανοσία κατά των άδικων και δηλητηριωδών επιθέσεων. Τώρα, καλό θα ήτανε κάποιος που ενδιαφέρεται για σοβαρές επιστημονικές παρεμβάσεις, εξαρχής να διαθέτει μια τέτοια ανοσία κατά των δολοφονιών χαρακτήρα. Βέβαια, δεν γνωρίζω κάποιο ... εμβόλιο κατά "δολοφόνων επιστημονικού χαρακτήρα". Μπορώ εν τούτοις να υπενθυμίζω και τα εύστοχα λεγόμενα ενός αείμνηστου συναδέλφου μας: Δημήτρης Τσάτσος: [ενώ ακόμη και η ζούγκλα υπόκειται σε κάποιους κανόνες ο δημόσιος διάλογος στην Ελλάδα τους στερείται:] «Ο διάλογος καθορίζεται από τους οπλοφορούντες. Με τους οπλοφορούντες συμφωνείς ή εκτελείσαι. Χυδαιογραφούντες και χυδαιοπραγούντες αλλά και έμμεσα όσοι τους στηρίζουν (…) γενικεύουν τον διάλογο καθιστώντας έτσι πολλούς τμήμα μιας διαδικασίας που θυμίζει και μυρίζει χοιροστάσιο» (Το ΒΗΜΑ, 5.11.1995). Παναγιώτης Ήφαιστος | |
| | | Admin Admin
Αριθμός μηνυμάτων : 8056 Registration date : 10/07/2008
| Θέμα: Απ: Βασίλειος Μαρκεζίνης 04.06.11 12:21 | |
| Ακούω τον κο Δρούτσα και απελπίζομαιΑνθρωπος με πολύπλευρα ενδιαφέροντα, μεταξύ των οποίων μια πολύ προσωπική, ψυχαναλυτική ματιά στην τέχνη, πέρασε όλη την....καριέρα του στο εξωτερικό, για να «τραβηχτεί» τώρα όλο και περισσότερο στην «Ιθάκη» του, την Ελλάδα και τα προβλήματά της, στην οποία αφιερώνει το τελευταίο βιβλίο του «Ελλάδα των Κρίσεων», που κυκλοφορεί αυτές τις μέρες από τις εκδόσεις Λιβάνη. Ερ. «Ελλάδα των Κρίσεων». Γιατί πληθυντικός; Απ. ‘Εχουμε τη μοναδική ατυχία να αντιμετωπίζουμε πολλές κρίσεις. Κάθε μία μπορεί να οδηγήσει σε καταστροφή. ‘Εχουμε κρίση οικονομική, μεταναστευτική, μειονοτική, εξωτερική… Ερ. Το Αιγαίο; Απ. Κυρίως, αλλά μετά θα ακολουθήσει η Θράκη, με απώτερο σκοπό να δημιουργηθεί νέο κρατίδιο με το μοντέλο του Κοσσυφοπεδίου. Ερ. Ξεχάσατε την οικολογική. Η ΝΑ Ευρώπη θα πληγεί ιδιαίτερα από ερημοποίηση και θερμοκήπιο. Απ. Αναμφισβήτητα. Πρέπει όμως στο σημείο που είμαστε να αναζητήσουμε ισορροπία αναπτυξιακής και οικολογικής πολιτικής. Γιατί αυτή τη στιγμή προτεραιότητα έχει το αναπτυξιακό. Επιπλέον όμως δεν πρέπει να ξεχνάμε την «κρίση εμπιστοσύνης», δηλαδή τη βαθιά υποψία που τρέφει ο κόσμος προς την κυβέρνηση, το κράτος, τους πολιτικούς, τη δυνατότητα να μας βγάλουν από την κρίση που μας έφεραν. Ερ. Ο κ. Παπανδρέου θα σας έλεγε ότι τροφοδοτείτε απαισιοδοξία… Απ. Σωστή θεραπεία προϋποθέτει σωστή διάγνωση. Η κυβέρνηση κάνει λάθος διάγνωση και αλλάζει συνέχεια διάγνωση. Λίγο μετά τη θριαμβολογία της 25.3, ο Πρωθυπουργός είπε, στις 15.4, ότι είμαστε στην εντατική. Το πρόβλημα του είναι η αξιοπιστία. Μας λένε ότι πότε υπάρχουν, ποτέ δεν υπάρχουν λεφτά, δεν θα μπούμε στο ΔΝΤ αλλά μπαίνουμε, κάναμε 100% όσα μας ζήτησαν, μετά κάναμε 80% κ.ο.κ.… Μου λέτε εμένα για απαισιοδοξία, όταν περάσαμε όλο τον περασμένο μήνα σε μοναδική «μαυρίλα», εν μέρει καλλιεργημένη από την κυβέρνηση. Ερ. Που αποδίδετε τις αντιφάσεις; Απ. Στην επικοινωνιακή πολιτική, το πιο πετυχημένο κομμάτι της κυβερνητικής πολιτικής. Τρομάζεις τον κόσμο, τον πειθαρχείς, μετά λες “τα κατάφερα”. Είναι αμερικανικό μοντέλο. Οι προεδρικοί υποψήφιοι λένε πριν την αναμέτρηση «ο δικός μας είναι σοβαρότερος, ο άλλος τα καταφέρνει καλύτερα, θα χάσουμε». Κατεβάζεις τις προσδοκίες, μετά ανεβαίνεις. Προ ενός έτους υπήρχε μελαγχολία ακολουθούμενη από τεχνητή αισιοδοξία για έξη μήνες, με τον κόσμο σε ηρεμία. Ξανάγινε ο κύκλος για τρεις μήνες. Οι δημοσιογράφοι ήταν αισιόδοξοι στις 25.3, έγιναν μετά απαισιόδοξοι, στις 15.4 ξαναμπήκαμε στην «εντατική». Ερ. Μήπως αποδίδετε πολλά στην επικοινωνία; Η Ελλάδα αντιμετωπίζει οξύτατο πρόβλημα χρέους, η κυβέρνηση λέει ότι χωρίς όσα έκανε θα οδηγούμαστε σε χρεωκοπία… Απ. Το χρέος αυξήθηκε στο διάστημα άσκησης της πολιτικής αυτής. Δεν δέχομαι καθόλου ότι ήταν η μόνη δυνατή πολιτική. Απέβλεπε κυρίως στη συρρίκνωση εξόδων. ‘Εγινε εις βάρος της απασχόλησης στον ιδιωτικό τομέα, όχι στον δημόσιο. Ερ. ‘Εγινε μεγάλο ζήτημα ο δημόσιος τομέας. Απ. Βρήκαμε τους δημόσιους υπαλλήλους 765.000. ‘Ένα χρόνο μετά είπανε ότι μειώθηκαν κατά 0,7%, αλλά συνταξιοδοτήθηκαν 40-45.000. ‘Αρα, από τη μια φεύγουν, από την άλλη προσλαμβάνονται από το ΠΑΣΟΚ (πιθανώς επί συμβάσει). Για να ξαναγυρίσω στο βασικό ερώτημα, του Μνημονίου, κατά τη γνώμη μου δεν ήταν η μόνη πολιτική. Χάσαμε τρεις μήνες αρχικά, δεν βγήκαμε στις αγορές όταν ήταν χαμηλά τα επιτόκια. με χαμηλά επιτόκια. Δεν έγιναν σωστές διαπραγματεύσεις. Κυττάξτε πως έγιναν οι διαπραγματεύσεις στην Ιρλανδία και την Ισλανδία. Εδώ δέχτηκαν ότι είπε η τρόικα. Η Ιρλανδία, ακόμα περισσότερο η Ισλανδία απέσπασαν πολύ καλύτερους όρους. Κόβοντας έξοδα, κόψαμε τα έσοδα, οδηγηθήκαμε σε ύφεση, διπλασιάσαμε την ανεργία. Ερ. Το πρόγραμμα των 50 δις; Απ. Δεν είναι ρεαλιστικό και μάλιστα με την ταχύτητα που θέλει η τρόικα. Θα οδηγηθούν σε άλλο σχέδιο, μορφή αναδιάρθρωσης, παρόλο που δεν τους αρέσει να την αποκαλούν έτσι. Σε μια δημοκρατία αυτά πρέπει να συζητώνται, για να μην πω ότι πρέπει να συμφωνούνται μεταξύ των μεγάλων κομμάτων τουλάχιστο, ει δυνατόν όλων. Υπάρχουν διάφορες μορφές αναδιάρθρωσης: επιμήκυνση, μείωση επιτοκίων, «κούρεμα». ‘Όλα έχουν κόστος. Προσωπικά νομίζω, όπως πολλοί ξένοι και διακεκριμένοι ‘Ελληνες, ότι το «κούρεμα» δεν αποφεύγεται, παρά τις δυσάρεστες συνέπειες, αν δεν γίνει με σωστή διαπραγμάτευση και σωστή συμφωνία. Ερ. Γιατί; Απ. ‘Ένα χρέος 160% του ΑΕΠ δεν ξεπληρώνεται. Δεν έχουμε έσοδα. Το 2010 βρεθήκαμε με 24,5 δις έλλειμμα περισσότερο απότι προβλέψαμε. Για να πληρωθούν τα τοκοχρεωλύσια χρειαζόμαστε ανάπτυξη 6-7% για 10 χρόνια. Καμιά ευρωπαϊκή χώρα δεν τό’ κανε. Εμείς θα το κάνουμε, πηγαίνοντας από ύφεση σε μεγαλύτερη ύφεση; Θα πάμε εκεί. Αλλά, σύμφωνα με τις πληροφορίες μου, θα περάσουμε από στάδιο επιμήκυνσης. Νομίζω ότι η κυβέρνηση ψάχνει έναν τύπο, θέλει να δημιουργήσει μια εταιρεία, που θα επιτρέπει το swap, την ανταλλαγή ομολόγων έναντι μετοχών της εταιρείας, που θα είναι ασφαλισμένες με την υποθήκη κρατικών περιουσιακών στοιχείων, ώστε νάναι σίγουροι οι ομολογιούχοι ότι θα πάρουν τα λεφτά τους. Κάτι τέτοιο θα υποθηκεύσει την Ελλάδα. Θα ευχαριστήσει πολύ τους πιστωτές. Ερ. Εννοείτε ότι πέραν των 110 δις του Μνημονίου που είναι ενυπόθηκα, χωρίς ρήτρες συνταγματικής προστασίας του κράτους, θα γίνει όλο το χρέος ενυπόθηκο; Απ. Κοιτάξτε, δεν πρέπει να απλοποιούμε, γιατί όλο το θέμα είναι στις λεπτομέρειες. Αυτή όμως είναι η εντύπωσή μου. Σε αντάλλαγμα της επιμήκυνσης, έχω την εντύπωση ότι οι ξένοι ζητάνε δύο πράγματα. Πρώτο, να αναμορφώσουμε το κράτος, να περιορίσουμε τη γραφειοκρατία, να διευκολύνουμε τις επενδύσεις. Δεύτερο, να μπορούν να κατάσχουν περιουσιακά στοιχεία, να γίνουν τα ομόλογά τους «προστατευμένα ομόλογα» (protected bonds). Και τα 400 δις. Αυτό όμως είναι πολύ επικίνδυνη λύση, εκτός αν είμαστε βέβαιοι ότι θα ξεπληρώσουμε. Γιατί κινδυνεύουμε, όπως μερικοί άνθρωποι που παίρνουν δάνεια, μετά δεν μπορούν να πληρώσουν και χάνουν το σπίτι. Δηλαδή, να μην οδηγηθούμε μόνο σε στάση πληρωμών, αλλά σε απώλεια της πατρίδας. ‘Ηδη ικανός αριθμός συνταγματολόγων κρίνει το Μνημόνιο αντισυνταγματικό. Αν όντως πάνε εκεί που πληροφορούμαι, αν είναι σωστές οι πληροφορίες μου, οι συνέπειες θάναι πολύ μεγαλύτερες. Ερ. Τι μπορεί να κάνει η Ελλάδα για να βελτιώσει τους όρους δανεισμού; Ορισμένοι προτείνουν την απειλή επιθετικής χρεωκοπίας, με ότι θα σήμαινε για ΕΕ και παγκόσμια οικονομία ή την απαγόρευση γεωπολιτικής χρήσης του χώρου. Απ. Δεν μου αρέσουν οι απειλές, ιδίως στην κατάσταση αυτή. Αλλά πρέπει να γίνει διαπραγμάτευση, με κάθε μέσο. Καμία κυβέρνηση δεν χρησιμοποίησε π.χ. τα γερμανικά πολεμικά χρέη. Γιατί; Υπάρχουν πολλά που θα μπορούσαμε να κάνουμε και δεν κάναμε. Αλλά δεν είμαστε τώρα σε θέση, ούτε είναι καλός διαπραγματευτικός τρόπος οι απειλές, χρειαζόμαστε πειθώ. Πριν ένα χρόνο, αν απειλούσαμε, θα τιναζόταν στον αέρα η οικονομία. Τώρα δεν γνωρίζω, έχουν κάπως τακτοποιήσει τα προβλήματά τους. Ερ. Ξεκινήσατε καμπάνια για την ΑΟΖ. Απ. Πράγματι, δεν καταλαβαίνω για ποιό λόγο δεν ανακηρύσσουμε ΑΟΖ και δεν την οριοθετούμε με την Κύπρο. Θα βρισκόμαστε σε πολύ ισχυρότερη διπλωματική θέση. Τώρα τι να σας πω; Ακούω τις διάφορες εξηγήσεις του κ. Δρούτσα και απελπίζομαι. Ερ. Θα σας ευχαριστούσε η ενεργός πολιτική; Απ. ‘Όχι. Είμαι στην πολιτική, γράφω, μιλάω. Δεν έχω λόγο να κομματικοποιηθώ. ‘Ότι προσφέρω βασίζεται στο ότι είμαι ελεύθερος, δεν εξαρτώμαι, δεν πληρώνομαι από κανένα. Δεν είναι απαραίτητο να συμβάλει κανείς παίρνοντας καρέκλα, μπορεί δίνοντας γνώμη. Λένε μερικοί κυβέρνηση συνεργασίας, γιατί θέλουν καρέκλα. Το θέμα είναι να βρεθούν νέοι που να μας βγάλουν από την κατάσταση που μας έφεραν όλοι. Ερ. Πως; Απ. Δεν ξέρω. Αν δεν βγει ήρεμα, θα βγει στο πεζοδρόμιο. Ερ. Περιμένετε εξέγερση; Απ. Ελπίζω ειλικρινά να την αποφύγουμε. Γιατί λύσεις από το πεζοδρόμιο είναι αιματηρές, κοστίζουν πολύ, το κράτος χρειάζεται πολύ χρόνο να συνέλθει. | |
| | | | Βασίλειος Μαρκεζίνης | |
|
| Δικαιώματα σας στην κατηγορία αυτή | Δεν μπορείτε να απαντήσετε στα Θέματα αυτής της Δ.Συζήτησης
| |
| |
| |